Σε βλέπω κάθε μέρα. Ίδια ώρα, ίδια αποβάθρα. Τεμπέλικα να περιμένεις το μετρό, προσπαθώντας να αποδιώξεις από πάνω σου τον ύπνο. Κλασικά γυαλιά ηλίου και χέρια στις τσέπες, στριμωγμένος ανάμεσα στους άλλους, τους ξένους, τους τρίτους.
Φοράς τα πουκάμισα που αγαπώ. Μονόχρωμα, με τα μανίκια γυρισμένα δύο φορές στον πήχυ. Λατρεύω τα αντρικά χέρια από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Από τότε που τα έβλεπα να κρέμονται στην κούνια μου και ήξερα πως ήταν οι πολύτιμες εκείνες στιγμές της αγκαλιάς του πολυάσχολου μπαμπά, του λατρεμένου. Μάλλον για το σχηματισμό τους, τα ξεχώριζα πάντα. Λεπτά και δυνατά, μυώδη κι άγρια, με δάκτυλα μακριά κι ένα ρολόι. Μικρό ή μεγάλο δε μ’ ένοιαξε ποτέ. Μονάχα να νιώθω πως συνταίριαζε το τικ του ρολογιού μ’ εκείνο του παλμού.
Χέρια να σε κρατούν, να σ’ αγκαλιάζουν, να σε χαϊδεύουν. Σε καλό μου, πάλι ξέφυγε ο νους κι εσύ μια ματιά δε ρίχνεις.
Εσύ πάντως φοράς με λουράκι, καφέ, κλασικό. Τα μαλλιά έχουν αραιώσει λίγο στο μέτωπο και τα τριών ημερών γένια γκριζάρουν. Ίσως να έχεις κλείσει τα τριάντα πέντε, ίσως πάλι κι όχι. Κανένα σημάδι από δαχτυλίδι δεν ασπρίζει στο κατά τα άλλα ηλιοκαμένο χέρι κι εγώ χαίρομαι.Χαίρομαι λες και το μόνο εμπόδιο για να σε έχω δικό μου, θα ήταν αυτό.
Όχι το ότι δε σε ξέρω. Όχι το ότι δύο μήνες τώρα το βλέμμα σου με προσπερνά και δε στέκεται.
Δε βοηθά και η ώρα. Όλοι πάνε στις δουλειές τους και γίνεται χαμός στο βαγόνι. Στριμώχνονται, σπρώχνονται. Εσύ νωχελικά στέκεσαι σε μια άκρη, πάντα μακριά. Πάντα το σύμπαν μου βγάζει τη γλώσσα και μου λέει “Στην έσκασα”.
Μια φορά μόνο, ύστερα από τρομερό αγώνα, κατάφερα να σταθώ δίπλα σου. Τι το ήθελα; Εκείνο το άρωμα με κυνηγά ακόμη. Βαρύ και μεθυστικό. Θα έπρεπε ν’ απαγορευτεί από την κυκλοφορία ή να το φορούν αποκλειστικά παππούδες, για σιγουριά.
Έχω φανταστεί τη φωνή σου, το πως περνάς τη μέρα σου, τη δουλειά, τη ζωή σου. Αγαπάς τα ταξίδια και την τέχνη. Βαρύ λαϊκό το γούστο στο τραγούδι, με σένα να χορεύεις με τη φωνή του Μητροπάνου, βαριά, σεκλετισμένα. Με τσιγάρο στριφτό στο στόμα κι ένα ποτήρι χάμω, κρασί κόκκινο.
Θα μείνουμε μαζί γιατί δε θα μπορούμε να μένουμε χώρια, θα σου ετοιμάζω πρωινό κι εσύ μικρές εκπλήξεις. Ένα κυνήγι θησαυρού, με post it. Πήγαινε στην κουζίνα, άνοιξε την κατάψυξη, δες κάτω από το μαξιλάρι. Κι εγώ θ’ αλωνίζω χαμογελώντας όλο το σπίτι, σε πιθανά κι απίθανα σημεία, για να καταλήγω μέσα σε μια γλάστρα, να βρίσκω το θησαυρό μου. Ένα τσαπατσούλικα γραμμένο “σ’ αγαπώ”.
Ναι, ξέρω, είναι βαριά η περίπτωσή μου. Πλατωνική, γι’ αυτό κι ανίκητη.
Αν είχα μια και μόνη ευχή, θα διάλεγα να είχα ένα βαγόνι για δύο. Μήπως και φιλοτιμηθείς και μου ρίξεις δεύτερη ματιά, μήπως και καταλάβεις ότι είμαι εγώ για σένα, ότι είσαι κι εσύ για μένα. Οι ευχές όμως μόνο στα όνειρα. Στην πραγματικότητα δεν έχουμε όνειρα, μόνο την ονειροπαρμένη αφεντιά μου.
Επόμενη στάση, Εθνική Άμυνα. Κατεβαίνεις. Πάντα εκεί. Κι εγώ απομένω να μυρίζω το άρωμά σου, σ’ένα βαγόνι γεμάτο φοιτητές, παππούδες κι εργαζόμενους μεσήλικες. Κατεβάζω αυτόματα διακόπτη και γίνομαι το ρομποτάκι που πάει για δουλειά.
Κάποια μέρα όμως, θα επιστρατεύσω όσο θάρρος και θράσος έχω και θα σου μιλήσω. Ιδέα δεν έχω τι θα σου πω. Μάλλον κάποιο σαρδάμ από την αγωνία μου. Κι εσύ που θα με έχεις δει τόσο καιρό να σε κοιτώ σα χαζή, απλά θα σιγουρέψεις πως δεν πάω καλά. Και ψέμα δε θα είναι. Τότε θα μου χαμογελάσεις συγκαταβατικά, με λύπηση. Κι εγώ θα θέλω να πέσω στο κενό μεταξύ αποβάθρας και συρμού και να μείνω εκεί.
Από την άλλη πάλι το σκέφτομαι. Κι αν δεν είναι όπως τα περιμένω; Κι αν δεν είσαι εσύ που νομίζω ότι είσαι, αλλά ένας άλλος; Παντρεμένος με δύο παιδιά, καταπιεσμένος ιδιωτικός υπάλληλος, δίχως ενδιαφέροντα; Που για να είμαι κι ειλικρινής με τον εαυτό μου -γιατί όποτε το θυμάμαι το κάνω κι αυτό- τις ίδιες πιθανότητες έχω και για τα δύο σενάρια.
Δε φταις εσύ προφανώς. Η φαντασία μου τα φταίει, που λέει και το τραγούδι. Εκείνη σ’ έπλασε όπως ήθελε αυτή. Εσύ απλά να πας στη δουλειά σου προσπαθείς κάθε πρωί, ήσυχος ήσυχος.
Τελικά δε θα κάνω τίποτα. Δειλή θα πει κανείς. Ας είμαι.
Έστρωσα μια όμορφη ιστορία στο μυαλό μου. Ίσως κάποτε να τη γράψω. Μόνο και μόνο για να μην την ξεχάσω. Όταν έρθει ο αληθινός ο έρωτας και μου χτυπήσει την πόρτα. Τότε δε θα με νοιάζει σε ποιo βαγόνι του μετρό μπήκες. Μήτε το άρωμά σου θα με συγκινεί γιατί θα έχω ποτίσει από άλλο, αγαπημένο. Θα έχω παίξει το κυνήγι του θησαυρού μου και θα κρυφοχαμογελώ στο μετρό. Και τότε θα με προσέξεις.
Γιατί την ευτυχία, σε αντίθεση με τη μαυρίλα, την προσέχουμε. Τότε μπορεί να σου χαμογελάσω κι εγώ. Που ξέρεις, ίσως και να σου πω δυο λέξεις. Ανθρώπινες κι αστείες. Δίχως άγχος, δίχως σαρδάμ. Κι εσύ να μου δείξεις τις φωτογραφίες των παιδιών σου ή να μου αφήσεις ένα αθώο υπονοούμενο ελευθερίας. Ούτε κρύο, ούτε ζέστη.
Ένα τρένο που πέρασε και δεν το προλάβαμε ποτέ. Ήταν το σωστό; Ήταν το λάθος; Δε θα μάθει ποτέ κανείς.
Παλιότερα οι άνθρωποι ονειρεύονταν μ’ ένα εισιτήριο του σινεμά. Στήνονταν υπομονετικά στην ουρά και περίμεναν για να θαυμάσουν τον άπιαστο έρωτα, τον όμορφο πρωταγωνιστή που έστεκε στον τοίχο τους σε αφίσα.
Το παν είναι να ξέρεις να κάνεις όνειρα. Το μέρος είναι αδιάφορο. Στον κινηματογράφο, στο θέατρο και γιατί όχι και στο μετρό.
Τι κι αν το εισιτήριο είναι φτηνότερο εκεί; Ολόκληρο ή μειωμένο, ημερήσιο ή μηνιαίο;
Τα όνειρα μάτια μου δεν έχουν τιμή, μήτε κανόνες. Κράτα όποιο θες, όποιο σου κάνει και για όσο λαχταρά η ψυχή σου. Κανείς ελεγκτής δε θα βρεθεί να σου βάλει πρόστιμο, στο υπογράφω.