Η κραυγή μου πλήγωνε τα σύννεφα. Κουνιόμουν ανάμεσά τους, σαν σε συμπληγάδες.
Κρυμμένος ο ήλιος, δεν έδειχνε ούτε εκείνος ίχνη διάθεσης να ξεγελάσει τη σκοτεινιά. Κλειδωμένοι και οι άνεμοι, που ζωγράφιζα τότε που έσφιγγα τα χέρια. Τώρα σφίγγω τα χείλη. Τώρα κατάλαβα πόσο σε έχω αδικήσει εαυτέ μου. Δε σε αγάπησα όσο σου άξιζε. Δε σε υπερασπίστηκα όπως σου άρμοζε. Επέτρεψα να σε ενσωματώσουν στο ψέμα τους. Επέτρεψα να σε φιμώσουν, να σε ματώσουν, να σε ποδοπατήσουν… Ήμουν άδικη απέναντί σου εαυτέ μου. Υπερεκτιμώντας τους άλλους, υποτίμησα εσένα..!!!
Σ’ άφησα έρμαιο στα νύχια της επιφανειακής τους φλυαρίας. Τρόχισα χιλιόμετρα για ανθρώπους, που έκαναν μόνο ελάχιστα βηματάκια για μένα πασχίζοντας απεγνωσμένα να κερδίσω μια θεσούλα στη ζωή τους και για σένα το τίποτα. Σ’ έχασα εαυτέ μου… Αφαιρώντας σου την πανοπλία, σε εξέθεσα ανεπανόρθωτα στη γύμνια της ψυχής, που κεντάει ως το κόκκαλο.
Συγνώμη εαυτέ μου…!
Αφέθηκες σε δωρητές ελαττωματικών φτερών και φταίω εγώ γι’ αυτό. Χαρίστηκες σε χαμένους γαλαξίες και φταίω εγώ γι’ αυτό. Ποτίστηκες εαυτέ μου με το δηλητήριο ‘’αθώων μανιταριών’’ και φταίω εγώ και γι’ αυτό. Έμεινες μόνος να ακροβατείς ανάμεσα σε αμφιβολίες κι αμφισβητήσεις και πάλι φταίω εγώ…
Συγνώμη εαυτέ μου…! Τώρα ξέρω. Ξέρω πως να επουλώσω τις πληγές. Ξέρω τι χρώμα έχουν τα δάκρυά σου. Δε νομίζω πια, τώρα ξέρω σου λέω. Ξέρω που θα σε βρω. Σ’ αυτό το απόβραδο του στοχασμού, σ’ εκείνο το ξεχασμένο μονοπάτι του νου, είμαστε πάλι μαζί εαυτέ μου. Εγώ να σου φωνάζω συγνώμη κι εσύ να μου χαμογελάς…