Ήταν δεν ήταν 60 χρονών, καθισμένη στο σκουριασμένο παγκάκι, μετρούσε τους καημούς της στα κύματα.
Στα χέρια της κρατούσε κομποσκοίνι φθαρμένο... Κάθε κουμπαλάκι, μια προσευχή. Κάθε προσευχή και ένας λυγμός.
Ήταν μόνη, δεν είχε κανέναν να την περιμένει.
Αγνάντευε και το βλέμμα της κολλούσε, λες και το κρατούσε σταθερό, πάνω σε θαμπωμένο τζαμί γεμάτο από υδρατμούς... Μόνο που δεν ήταν τέτοιοι, ήταν τα καυτά της δάκρυα, που κυλούσαν αργά και της έκαιγαν τα σωθικά.
Ήταν η θύμησή του και υπόσχεσή τους, να περιμένουν ο ένας τον άλλον για όσο χρειαστεί...
Εκείνη εκεί, κάθε απόγευμα μέχρι το ξημέρωμα καρτερούσε, χρόνια τώρα, την επιστροφή του.
Δεν πίστεψε ποτέ, ότι τον κατάπιε η μαύρη θάλασσα... Ήταν εκεί, φάρος αναμμένος για μην χαθεί.
Όμως μάταια! Εκείνος δεν γυρνούσε κι όσο αυτός δεν έβρισκε τον δρόμο της επιστροφής, τόσο φούντωνε η αγάπη που του είχε.
Που πάνε αυτές οι αγάπες που τις καρτεράς μια ζωή;
Πώς αντέχει ο Θεός και αφήνει το σκοτάδι να νικά και η πληγή να μην σταματά να τρέχει;
Οι μεγάλες οι αγάπες κάποιες φορές είναι ευλογημένες να ανταμώσουν.
Κάποιες άλλες πάλι, είναι γραφτό να μην το ζήσουν στο μεγαλείο που τους αρμόζει. Σου δίνουν αυτό λίγο που σε κρατά ζωντανό... να περιμένεις και να προσεύχεσαι!
Αυτές οι αγάπες είναι κεριά αναμμένα για όλες τις άλλες που χαίρονται το κάθε λεπτό...
Είναι ο παράδεισος τους!