Παλιά οι άνθρωποι άνοιγαν τα σπίτια τους και τις καρδιές τους...

Παλιά οι άνθρωποι άνοιγαν τα σπίτια τους και τις καρδιές τους...

27 Οκτώβρη…. μεθεόρτια.

Αν και οι γιορτές ανεξήγητα με μελαγχολούν, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες ξεκλειδώνω το ερμάρι της ψυχής, κάνω βαθιά κατάδυση στα χρόνια της αθωότητας κι επιτρέπω μνήμες καιρών αλλοτινών να ξεχυθούν μαζί με εικόνες και αρώματα ξεθυμασμένα. Αφήνω τον εαυτό μου νοσταλγικά να σεργιανίσει στη γενέθλια πόλη εκείνων των περασμένων δεκαετιών.

Σ’ εκείνες τις μακρινές εποχές της γλυκιάς λιακάδας του «μικρού καλοκαιριού». Σ’ εκείνες τις εποχές που ο απλός κόσμος προσπαθούσε να ορθοποδήσει στην ταραγμένη μετεμφυλιακή Ελλάδα που πάσχιζε κι αυτή να βρει την ταυτότητά της.

Η κοινωνία ήταν συντηρητική και τα παιδιά μεγάλωναν μέσα σε φοβικά μικροκοινωνικά περιβάλλοντα. Ήταν τότε για την Ελλάδα η εποχή της αντιπαροχής, της αστυφιλίας αλλά και της μετανάστευσης.

Σ’ εκείνη τη Θεσσαλονίκη ξαναγυρίζω.

Στο σχολείο μας, εκείνο το παλιό κτίριο στο κέντρο της πόλης πάνω από το Διοικητήριο, στις σχολικές γιορτές που καθόλου δεν τις ήθελα και σ’ εκείνο το ντροπαλό παιδί που κάποτε υπήρξα.

Κι ακόμα στα μεσημεριανά τραπέζια με τα γιορτινά εδέσματα, συντροφιά με τα τραγούδια της φτώχειας και της ξενιτιάς από το ραδιόφωνο. Μετά, στα μεγάλα πληκτικά απογεύματα με τις επισκέψεις στους εορτάζοντες οι οποίοι δεχόταν και την επόμενη μέρα της γιορτής, κάτι που θανάσιμα βαριόμουν.

Όμως, οι απλοί άνθρωποι ήταν αλλιώς. Άνοιγαν τις πόρτες των σπιτιών τους, άνοιγαν και τις καρδιές τους.

Υπήρχε μια αμεσότητα και μια θαλπωρή στη γειτονιά. Υπήρχε ο πυρήνας του σπιτιού, οι συγγενείς, οι γείτονες, οι φίλοι.

Το σπίτι μου βρισκόταν πάνω από την Εγνατία και με βάση τα δεδομένα της εποχής, η γειτονιά μου ήταν μια λαϊκή γειτονιά καθώς οι ευκατάστατοι αστοί, κατά κανόνα κατοικούσαν κάτω από την Εγνατία. Όμως τα σπίτια των γειτόνων μας που γιόρταζαν ήταν καθαρά, στολισμένα και μοσχομύριζαν αμυγδαλωτά και βύσσινο λικέρ.

Επιστρέφοντας βίαια στην τωρινή πραγματικότητα αναλογίζομαι άλλη μια φορά πως οι γιορτές είναι είδος υπό εξαφάνιση. Τουλάχιστον στέλνουμε τις ευχές μας στους φίλους και τους γνωστούς από το τηλέφωνο ή μέσω μηνυμάτων.

« Η μνήμη είναι το ημερολόγιο της ψυχής» έγραψε ο Όσκαρ Ουάιλντ. Όμως, αν και οι θύμησες μαζί το άρωμα εκείνης της εποχής είναι ολοζώντανες ο χρόνος και οι ρυθμοί που η εποχή επιβάλλει έχουν αλλάξει τα πάντα.

Κοιτάζοντας τα χρυσάνθεμα στο παρτέρι, νιώθω ένα αμφίσημο συναίσθημα καθώς η αίσθηση κι η ψευδαίσθηση μπερδεύονται γλυκά.

Χρόνια πολλά Θεσσαλονίκη μου!