H μάνα, την έχεις δεν την έχεις, θα είναι πάντα στην καρδιά σου

Τη μάνα είτε την έχεις είτε δεν την έχεις, θα είναι πάντα στην καρδιά σου

Ήρθες στο όνειρό μου κι ήσουν νέα και όμορφη. Φορούσες εκείνο το μπλε φόρεμα με τ’ ανάγλυφα λουλούδια που τόσο σου πήγαινε. Αεικίνητη, περπατούσες ανάλαφρα και χαμογελούσες. Άπλωσα τα χέρια όμως χάθηκες σαν αεράκι, αφήνοντας στην κάμαρη μια ευωδιά.

«Μάνα», φώναξα και ξύπνησα. Κοιτάζοντας τη ρόδινη αυγή απ’ το παράθυρο ψιθύρισα: «Μητέρα μου αγαπημένη ήρθες να μου υπενθυμίσεις πως σήμερα  όλες οι μάνες γιορτάζουμε ». Αλλά  οι μάνες γιορτάζουν κάθε μέρα, κάθε στιγμή γιατί την αγάπη της μάνας δεν την ξεχνά ποτέ κανείς.  Όλη η αγάπη αρχίζει και τελειώνει εκεί.

Πόσο ζωντανό ήταν το όνειρο, σαν αληθινό. Γιατί κάθε χρόνο τέτοια μέρα, μου έκανες το τραπέζι μάνα μου. Σου έφερνα πάντα λουλούδια της άνοιξης, που τόσο αγαπούσες. Τώρα το νιώθω, βιώνοντας την απουσία σου πως: «κι ένα τέταρτο μητέρας αρκεί για δέκα ζωές και πάλι κάτι θα περισσέψει για να το φωνάξεις σε στιγμές μεγάλου κινδύνου ».    

Δεκαπέντε μήνες πέρασαν από τη χιονισμένη μέρα εκείνου του Φλεβάρη  που αναχώρησες αθόρυβα για «τη γειτονιά των αγγέλων».  Πόνεσα κι αναμετρήθηκα με την ψυχή μου. Τώρα υπάρχει  το κενό  μαζί με μια θλίψη γλυκιά, γεμάτη θύμησες. Όμως τη μάνα είτε την έχεις είτε δεν την έχεις, θα είναι πάντα εκεί. Στην καρδιά σου!

Αφήνω τη σκέψη μου να καταδυθεί στα παλιά. Προσκαλώ τις μνήμες, τις διπλοκλειδωμένες στα ερμάρια της ψυχής, απελευθερωμένες να χορέψουν. Ανατριχιάζω στη θύμηση. Ξαναγυρίζω στο μικρό ρετιρέ των παιδικών μου χρόνων, στην περιοχή του Διοικητηρίου. Ξαναγίνομαι εκείνο το μοναχικό, μοναχοπαίδι.  Κι ύστερα ο χρόνος αρχίζει να τρέχει, να τρέχει, χωρίς σταματημό.  Κι εσύ μητέρα, τόσο έξυπνη και δυναμική γυναίκα  να γίνεται μια ευάλωτη ηλικιωμένη. Αναρωτιόμουν τι είναι αυτό που κάνει τόσο αφελείς και ευκολόπιστους τους ανθρώπους όταν παίρνουν την κατηφόρα στο χρόνο. Φταίνε τα γεράματα με τη μοναξιά τους και όλα τα συνεπακόλουθα; Στη βραδινή καληνύχτα που αποτελούσε συνήθεια χρόνων, « Μαμά τι κάνεις;» σε ρωτούσα προσπαθώντας η φωνή μου να έχει τόνο ανάλαφρο. «Εδώ είμαι κόρη μου. Παρέα με την τηλεόραση», αποκρινόσουν.  «Μαμά να είσαι προσεχτική, να μην ανοίγεις την πόρτα του σπιτιού  σε αγνώστους». «Γέρασε πια η μάνα σου, παιδί μου».

Είχες περάσει βάσανα στα νιάτα σου, πίκρες, φτώχια κι ορφάνια που σε είχαν σκληρύνει. Τα συναισθήματα ήταν βαθιά κρυμμένα στην ψυχή σου, δεν ήξερες να τα εκφράζεις. Έτσι μ’ ανάθρεψες. Χωρίς γλυκόλογα περιττά κι αγκαλιές και χαϊδέματα.  Έπρεπε να με παραδώσεις σωστό άνθρωπο στην κοινωνία. Έπρεπε να σπουδάσω, να είμαι αυτόνομη κι ανεξάρτητη. Και τα κατάφερες! Τότε, χαμένη στα δικά μου προβλήματα ίσως εθελοτυφλούσα στο προφανές.  Ύστερα κατάλαβα πως τίποτε δεν είναι μόνιμο. Όταν με τα χρόνια άρχισες να χάνεις τη μνήμη και να καθηλώνεσαι αρχικά μέσα στο σπίτι  κι ύστερα κατάκοιτη σ’ ένα κρεβάτι, τότε κατάλαβα το πρόσκαιρο του βίου. Κατάλαβα πως τίποτε δεν είναι αυτονόητο.

« Σ’ αγαπάω μάνα μου», σου ψιθύριζα στ’ αυτί,  κι εσύ  χαμογελούσες αχνά.

Κάποιες  στιγμές  σαν να νιώθω την ψυχή σου να πεταρίζει στην κάμαρη. Ψευδαίσθηση! Και  μονολογώ: « Σ’ αγαπάω πολύ. Είναι όμορφο μάνα μου να σε θυμάμαι ζωηρή και δυνατή και να έρχεσαι στα όνειρά μου».

Σήμερα που είναι η γιορτή της μητέρας σε σκέφτομαι  πολύ. Κι ακόμη συμφωνώ με τον Oscar Wilde που έλεγε ότι : «Κάθε γυναίκα καταλήγει να είναι σαν τη μητέρα της». ‘Ήμασταν τόσο διαφορετικές κι όμως καθώς μεγαλώνω πιστεύω πως σου μοιάζω.  Η απουσία είναι θλίψη, οι μνήμες πονάνε κι  αυτοί  που αγαπάμε «ζούνε» μέσα στην καρδιά μας βαθιά, ισόβια. Σα φυλαχτά, θαρρείς, μας προστατεύουν.