Δε ζητούσα και τίποτα… Μόνο ένα «αύριο» δικό μας!
Ένα «αύριο», γεμάτο ζωή, που τα νιάτα μας μπορούσαν να το κατακτήσουν!
Ένα «αύριο» που βαθιά μέσα μου φοβόμουν πως δε θα ‘ρθει και πως το κάθε «σήμερα» θα ήταν χειρότερο απ΄ το «χτες» μας!
Δε ξέρω γιατί (επ)έμενα να το περιμένω, ενώ ήξερα πως δε θα ‘ρθει ποτέ!
Δε ξέρω γιατί συμβιβαζόμουν στα λίγα που έδινες και παρόλο που στην πρώτη ευκαιρία τα ‘παιρνες πίσω, εγώ έμενα να περιμένω…
Δίπλα σε σένα, μα χωρίς εσένα!
Να περιμένω, αλήθεια τι;
Τι; Αφού άφηνες την αγκαλιά μου «άδεια» …
Αφού τα δάκρυα που χαράκωναν το πρόσωπό μου δε σ’ άγγιζαν!
Αφού δε μου μιλούσες και ζούσες εγκλωβισμένος στον κόσμο σου…
Αφού με αγνοούσες συστηματικά…
Δεν με «ήξερες» μα δεν μπήκες και ποτέ στον κόπο να με μάθεις…
Αυτό είναι, που με πληγώνει πιο πολύ!
Που όταν κατέρρευσα, δεν είδες τα κομμάτια μου και δεν κατάλαβες ότι πονάω… Που δε σ’ ένοιαξαν τα «θέλω» μου κι αδιαφόρησες για τα όνειρά μου…
Τόσα χρόνια, χαμένα… Άδικο και για τους δυο!
Όμως, δε φταις εσύ! Εσύ έτσι ήσουν … Τόσο μπορούσες!
Εγώ φταίω που δεν κατάλαβα πως δε μου ταιριάζεις!
Που δεν αποδέχτηκα πώς δε με καλύπτουν αυτά που μπορείς να δώσεις…
Εγώ, που δε διεκδίκησα τη ζωή που μου άξιζε κι ανέχτηκα να μη ζω! Ποιά; Εγώ!
Εγώ, που από παιδί, έκλαιγα όταν οι ώρες περνούσαν άσκοπα!
Εγώ, που θρηνούσα τις μέρες που έφευγαν χωρίς τίποτα ν’ αφήσουν κληρονομιά στις αναμνήσεις μου.
Εγώ, που ρουφούσα τη κάθε στιγμή ζωής που μου χαρίζονταν.
Εγώ, που δεν κοιμόμουν, για να ζήσω παραπάνω!
Κι όμως, μαζί σου, εγώ! με καταδίκασα σε μια ζωή συμβιβασμένη, εγκλωβισμένη σε μια ρουτίνα που δεν άντεχα, χωρίς όνειρα, χωρίς επιθυμίες, χωρίς τη ξενοιασιά της νιότης μου…
Δεν έβλεπα πως η ζωή που δε ζούσα με κατάπινε και με τραβούσε όλο και πιο πίσω, όλο και πιο βαθιά στο βούρκο της συνήθειας.
Δεν ένιωθα ότι ρουφούσε όλη μου την ενέργεια και μ’ άφηνε στεγνή από επιθυμίες, κενή από λαχτάρα, αφυδατωμένη από ζωντάνια!
Δε γελούσα πια… κι όμως δεν έκανα κάτι για να τ’ αλλάξω!
Δε θύμωσα! Δε τρόμαξα! Δεν έφυγα!
Έγινα ο χειρότερος εχθρός του εαυτού μου!
Νόμιζα πως ζούσα, επειδή πάλευα να σε τραβήξω ψηλά μαζί μου και να σε μάθω πως είναι να ΖΕΙΣ και πόσο όμορφα είναι όταν απολαμβάνεις τις χαρές της ζωής και δεν καταλάβαινα ότι βουλιάζω…
Νόμιζα πως ήταν σκοτεινά επειδή ήταν νύχτα…και δεν έβλεπα ότι είχα εγκλωβιστεί σε μια φυλακή χωρίς παράθυρο διαφυγής…
Κρύα κι αφιλόξενη η φυλακή σου, μάτια μου και χωρίς αντίλαλο! Πώς ήταν δυνατόν ν΄ ακούσεις τις κραυγές μου;
Κραύγασα! Ούρλιαξα! Έκλαψα! Έπεσα με δύναμη πάνω στον τοίχο που έχτισες ανάμεσά μας! Μα δεν κατάφερα τίποτα!
Ούτε καν μια ρωγμή…
Είχες βάλει τα πιο «ανθεκτικά υλικά» στο χτίσιμο… Παρέμεινε ένας τοίχος που δεν μετακινήθηκε…
Και κάπως έτσι, άδειασα!
Κάπως έτσι, μια μέρα συνάντησα τον «άγνωστο εαυτό μου» την ώρα της απόδρασής του και σκιάχτηκα!
Τρόμαξα με την κατάντια του και τη κακομοιριά μου!
Πραγματικά αγνώριστος!
Γεμάτος παράπονα για τη ζωή που στερήθηκε!
Πιο κακός! Πιο άξεστος! Πιο κλειστός και φοβισμένος. Αγανακτισμένος μα πιο «διψασμένος για ζωή» από ποτέ!
Και τότε λύγισα… Γονάτισα στη θέα του…
Μα πώς τ’ άφησα να συμβεί; Γιατί με αδίκησα, γιατί;
Γιατί βούτηξα στη ρουτίνα κι αφέθηκα να πνιγώ;
Γιατί δεν έφυγα πιο νωρίς και σ’ άφησα να μ’ αφήνεις;
Γιατί έμεινα βουλιαγμένη στα αδιέξοδά σου;
Δε ζητούσα δα και τίποτα που δεν μπορούσες να δώσεις…
Ήθελα μόνο μια αγκαλιά!
Μια αγκαλιά, να ενωθούν τα κομμάτια μου, να ξαπλώνουν τα όνειρά μου, να ηρεμούν οι αγωνίες μου, να βρίσκουν αποδέκτη τα χάδια μου, καταφύγιο οι φόβοι μου!
Ήθελα τα χέρια σου να μ’ αγκαλιάσουν, με σιγουριά και να με στηρίξουν.
Ήθελα τα μάτια σου να μου διώξουν τη λύπη…
Ήθελα τα χείλη σου στο φιλί τους να μου πουν: «Είμαι εδώ! ακούμπα πάνω μου! και μη φοβάσαι τίποτα!».
Και ν’ αφεθώ να ζήσω! Να ζήσω τη ζωή που πόθησα…
Δε φοβάμαι για μένα! Θα παλέψω και θα μου χαρίσω το «αύριο» που ονειρεύτηκα, έστω και χωρίς εσένα. Θα σηκωθώ και θα προχωρήσω!
Άνθρωπος που αγαπάει τη ζωή, δε χάνεται, το ξέρω!
Για σένα φοβάμαι. Φοβάμαι μη χαθείς σε δρόμους που δε ξέρεις να τους περπατήσεις…
Και λυπάμαι…
Λυπάμαι, για τη ζωή που τόσο πολύ λαχτάρησα και δεν έζησα μαζί σου…