Φυσικά και ονειρεύομαι.
Ζει κανείς μόνο μ’ έναν ξερό μισθό;
Πόσο συχνά;
Κάθε που εγκαταλείπουν συχνότατα όλοι.
Επηρεάζουν τους απόντες τα όνειρα μας;
Βέβαια. Το ξανασκέφτονται καλά
και μάλλον μετανοιώνουν οριστικά τους όλοι.
Είναι ελευθέρα η είσοδος;
Όχι εντελώς. Ζητάω την άδεια του ονείρου
πριν ελπίσω. Μου τη δίνει εν γένει
μαζί με κάποιες οδηγίες αυστηρές.
Να πιστέψω δίχως ν' αγγίξω
να μη μιλήσω διόλου στον καπνό
γιατί είναι υπνοβάτης και θα πέσει
μόνο δια του βλέμματος ν' αφήσω
το αίτημά μου στην κρεμάστρα
ό,τι μου δοθεί να το δεχτώ
κι ας μην έχει καμιά ομοιότητα
μ' αυτό που ζωγραφίζει η έκκλησή μου-
θα την επανέβρει μόλις ξαναχαθεί.
Ένα μόνο δε μου δίνει το όνειρο.
Το όριο. Ως που να κινδυνέψω.
Γιατί τότε πια δε θα ήταν όνειρο.
Θα’ ταν γεράματα.
"Συνέντευξις", Κική Δημουλά, από τη συλλογή "Η εφηβεία της λήθης", 'α έκδοση 1994, εκδ. Στιγμή