Ευτυχισμένος σε μια μέρα πολέμου

Ευτυχισμένος σε μια μέρα πολέμου(pixabay)

Η μέρα ήταν ζεστή. Κάθισα για ώρες στη βεράντα και μάζεψα όσο περισσότερο ήλιο μπορούσα. Πρώτη φορά είχα τόσο χρόνο να ηρεμήσω, υπερβολικά πολύ χρόνο, αν γινόταν κάποιος να ηρεμήσει με όλα αυτά που συνέβαιναν. 

Την αβάσταχτη ησυχία έσπαγε κάποιες φορές η φασαρία από το απέναντι διαμέρισμα. Δυο πιτσιρίκια έκαναν ποδήλατο στη βεράντα, η μαμά τους φώναζε πως είναι μεσημέρι και ο κόσμος ξεκουράζεται. Από τι να ξεκουραστεί, αναρωτήθηκα, όταν όλη μέρα είναι στο σπίτι;

Υπό άλλες συνθήκες, θα ήμουν κάπου έξω. Θα έπινα τον καφέ μου στην πιο πολυσύχναστη πλατεία της πόλης με τους φίλους μου. Ή μ'εκείνη. Ίσως ερχόταν κι εκείνη στην παρέα μας, άλλωστε ήταν φίλη μου αν και θα ήθελα να ήταν κάτι παραπάνω. Ίσως αργότερα οι φίλοι μου να έφευγαν, να μέναμε οι δυο μας κι επιτέλους να έβρισκα το θάρρος να της μιλήσω. Υποθέσεις...

Δέκα μέρες που είμαι «εσώκλειστος» στο σπίτι μου μόνο υποθέσεις μπορώ να κάνω. Για το αν ο κορονοϊός επιβιώνει για δώδεκα ώρες στα πόμολα. Για το αν με προστατεύουν οι μάσκες και τα γάντια. Για το αν θα πάρει δύο μήνες ή παραπάνω να ξεθυμάνει η επέλαση αυτού του νεοφερμένου ιού. Μήπως άδικα μας είχαν επιβάλει κατ' οίκον περιορισμό; Μήπως υπερέβαλα που δεν της πρότεινα να βρεθούμε για λίγο, έστω και από δυο μέτρα απόσταση; Τέτοια μας έλεγαν πως είναι η «επιτρεπτή».

Υποθέσεις που έφερναν ανησυχία. Εκείνη είχε περισσότερο ανάγκη τον εγκλεισμό. Ένα περασμένο πρόβλημα υγείας την κατέταξε στις ευπαθείς ομάδες, αυτές έπρεπε να προσέξουμε μας έλεγαν συνεχώς από την τηλεόραση. Κι έτσι στερούμουν την παρουσία της. Ήταν όμως και ο μοναδικός τρόπος για να την προστατέψω.

Την επομένη είχε ψύχρα. Η θερμοκρασία έκανε βουτιά κι εγώ βουτιά στην απόγνωση. Είχα έντεκα μέρες να τη δω. Έβγαινα στο μπαλκόνι κι ο κρύος αέρας περόνιαζε το κορμί μου, ξεμούδιαζε λιγάκι το μυαλό μου. Ευτυχώς υπήρχε η τεχνολογία και μάθαινα τα νέα της. Είχε λίγο πονόλαιμο, μου είπε αργά το απόγευμα κι άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Σε ένα από τα βραδινά της μηνύματα μού έγραψε πως είχε ανεβάσει και πυρετό.

Το πρωί της τηλεφώνησα. Σχεδόν πνίγηκε από τον βήχα. Θα σε πάω στο νοσοκομείο, της πρότεινα μα εκείνη έλεγε πως θα περάσει. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ σε τίποτα. Τη φανταζόμουν μόνη στο διαμέρισμά της. Αν της συνέβαινε κάτι, ποιος θα τη βοηθούσε; Θα έρθω να σε πάρω. Όχι, υπάρχει κίνδυνος να κολλήσεις. Θα έρθω. Όχι, υπάρχει απαγόρευση της κυκλοφορίας. Σε αφήνουν να περάσεις όταν υπάρχει πρόβλημα υγείας. Πέρασε κάμποση ώρα με λογομαχία μέσω μηνυμάτων.

Το απόγευμα με διαβεβαίωσε πως ένιωθε καλύτερα, ο πυρετός είχε υποχωρήσει και εγώ ανάσανα. Άφησα για λίγο το τάμπλετ στην άκρη, ήταν ώρα κι εκείνη να ξεκουραστεί. Όταν το ξανάπιασα κι έπεσα πάνω στο μήνυμά της, ανοιγόκλεισα τα μάτια μου πολλές φορές μήπως και με γελούσαν. Σ'αγαπώ. Ίσως δεν προλάβω να σ' το πω από κοντά. Το διάβασα δέκα, μπορεί και είκοσι φορές. Δεν χόρταινα την πρώτη λέξη, οι επόμενες όμως ήταν σαν γροθιά στο στομάχι.

Άρπαξα το μπουφάν και τα κλειδιά μου. Το σπίτι της δεν απείχε πολύ απ'το δικό μου. Δεν έπρεπε όμως να πάω από την κεντρική οδό. Η κυκλοφορία ήταν απαγορευμένη τη νύχτα και για τους πεζούς. Χάθηκα μέσα στα στενά κι ας μου 'παιρνε περισσότερο χρόνο. Έρημοι οι δρόμοι, τα μαγαζιά κλειστά. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη την αίσθηση, ήταν λες και είχα απομείνει μόνος μου στον κόσμο. Ήταν λες και ήμουν πρωταγωνιστής σε θρίλερ. 

Στα δεξιά μου είδα να φέγγουν τα φώτα ενός οχήματος. Κουλουριάστηκα στο κατώφλι ενός σπιτού. Ευτυχώς το σημείο δεν είχε φωτισμό. Το περιπολικό πέρασε από μπροστά μου χωρίς να με αντιληφθεί. Με την καρδιά μου να χτυπά άτακτα συνέχισα να κινούμαι γρήγορα στα σοκάκια. 

Όταν έφτασα στο σπίτι της τής έστειλα μήνυμα. Είμαι από κάτω. Βγήκε στο μπαλκόνι και μου έκανε νόημα να φύγω. Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά, δεν έπρεπε να φωνάξω, θα έβγαιναν όλοι έξω για να δουν ποιος τόλμησε να κυκλοφορήσει στους δρόμους, πιθανόν να καλούσαν την αστυνομία. Λίγο αργότερα την είδα να ανοίγει την είσοδο της πολυκατοικίας. Φορούσε μάσκα και γάντια. Μπήκα γρήγορα μέσα και ακούμπησα την πλάτη μου στον τοίχο. Εκείνη στον απέναντι τοίχο. Αντικριστά. Στο ημίφως οι ματιές μας μίλησαν.

    «Πόσα μέτρα μας χωρίζουν;» ψιθύρισα.

    «Σίγουρα είναι πάνω από δύο. Είσαι ασφαλής».

    «Είμαι ευτυχισμένος. Δεν δίνω δεκάρα για την ασφάλεια».

    Μου φάνηκε πως χαμογέλασε πίσω από τη μάσκα.

    «Πρέπει να φύγεις».

    «Πρέπει να μείνω για να σε προσέχω».

 Ξεφύσηξε. Κινήθηκα γρήγορα προς το μέρος της, τράβηξα προς τα κάτω τη μάσκα και τη φίλησα. Άρχισε να κλαίει μα δεν με ένοιαζε. Τα μάτια της έσταζαν μα τα χείλη της ακολουθούσαν τον ρυθμό των δικών μου.

Ξέφυγε από την αγκαλιά μου. Το ύφος της πρόδιδε πως είχε μετανιώσει.

    «Ήμουν για χρόνια δειλός. Συγγνώμη. Δεν είμαι όμως πια».

Ανεβήκαμε στο σπίτι της. Δεν την άφηνα από τα χέρια μου. Ήθελα να αναπληρώσω μέσα σε λίγες ώρες όλο εκείνο τον χρόνο που άφησα να πάει χαμένο. 

Τα μάτια της έλαμπαν στο λιγοστό φως της κρεβατοκάμαρας. Όσα ταξίδια κι αν έκανα στις γωνιές του κορμιού της, επέστρεφα ξανά εκεί για να τα δω ξανά και ξανά. Ώσπου αποκοιμήθηκα με μια γλυκιά αίσθηση κούρασης.

Όταν ξύπνησα δεν ήταν πλάι μου. Σηκώθηκα γρήγορα κι από τον διάδρομο την άκουσα να βήχει δυνατά στο μπάνιο. Την αγκάλιασα, το σώμα της έκαιγε. Χωρίς να τη ρωτήσω, κάλεσα ασθενοφόρο. Δεν με άφησαν να πάω μαζί της. Φώναξα, απείλησα μα ήταν ανένδοτοι. 

    «Μη δυσκολεύετε τη δουλειά μας».

    «Δεν έχω τίποτα», τσίριξα.

    «Ίσως είστε ασυμπτωματικός, ίσως σε φάση επώασης. Όπως και να 'χει αποτελείτε κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Μείνετε σπίτι σας».

Ήξερα πως είχαν δίκιο κι ακολούθησα τη συμβουλή τους. Κλείστηκα στο σπίτι μου και περίμενα. Ήμουν συνεχώς με το κινητό στο χέρι. Καλούσα το νοσοκομείο κι αν ήμουν τυχερός είχε βάρδια μια νοσοκόμα που ήταν γνωστή μου. Παρίστανα ότι ήμουν συγγενής της κι η τηλεφωνήτρια τη φώναζε να μιλήσει. Αυτή με ενημέρωνε για την κατάστασή της. 

Τρεις μέρες μετά έφυγε για πάντα. Βγήκα στο μπαλκόνι και ούρλιαξα τόσο δυνατά που τα παιδιά της απέναντι άρχισαν να κλαίνε. Έκτοτε ήμουν ζωντανός νεκρός. Περιφερόμουν στο σπίτι μου σαν φάντασμα, δεν ήξερα τι μέρα ή τι ώρα είναι. Αν της είχα μιλήσει νωρίτερα όλα θα ήταν αλλιώς, θα μέναμε μαζί, θα την προστάτευα, δεν θα νοσούσε. Αν... αν... 

Ίσως κάποιος αναρωτηθεί αν νόσησα. Πολλές φορές ένιωσα τον λαιμό μου ξηρό και το κεφάλι μου να βράζει μα δεν νοιαζόμουν για τίποτα. Ήμουν σε λήθαργο. Για πολύ καιρό ήμουν σε λήθαργο. Υπήρχαν όμως και στιγμές που χαμογελούσα μονάχος μου. Τότε που σκεφτόμουν τη λάμψη των ματιών της εκείνο το βράδυ που με έκανε ευτυχισμένο. Είχα υπάρξει ευτυχισμένος σε μια μέρα πολέμου.