Κάποτε έλεγαν έρωτας στα χρόνια της χολέρας.
Και σήμερα κάναμε αστεία λέγοντας έρωτας στα χρόνια του κορονοιού. Έρωτας στα χρόνια της πανδημίας.
Η πανδημία θα τελειώσει κάποια στιγμή. Εμείς;
Η καραντίνα λήγει όπου να’ ναι. Ο έρωτάς μας;
Λιγότερο από μια εβδομάδα.
Λιγότερα από 4 βράδια μαζί σου.
Μέρες μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Στιγμές που φαντάζουν αιώνιες.
Λιγότερα από 4 βράδια μαζί σου. Να κοιμάμαι μαζί σου. Να σε μυρίζω. Να σε αγκαλιάζω. Να σε κοιτάζω. Να χαμογελάω. Να χαμογελάω μαζί σου, να χαμογελάω εξαιτίας σου.
Να με αναζητάς όταν στριφογυρίζεις στα παπλώματα. Και τα σώματά μας να παίρνουν περίεργες και ακατανόητες στάσεις. Όπως ακριβώς και οι ζωές μας.
Να αναζητάς την αγκαλιά μου, κάθε φορά που χάνεσαι στο αλκοόλ. Κάθε φορά που δεν ξέρεις τι θέλεις αλλά ξέρεις ότι θες την αγκαλιά μου για να νιώσεις καλύτερα.
Να μισείς να αγγίζω το πρόσωπό σου, αλλά εγώ παρόλα αυτά να σε αγνοώ, γιατί δε μπορώ να αντισταθώ. Γιατί όσο δελεαστικό κι αν είναι το κορμί σου, δε γίνεται να μην αγγίζω το πρόσωπό σου, εκεί που αποτυπώνεται το χαμόγελό σου, το βλέμμα σου, το θεληματικό πηγούνι σου, εκεί που κατοικεί το μυαλό σου, εκεί που γεννιούνται οι σκέψεις σου.
Είμαστε φίλοι λες. Πόσο βολική ταμπέλα για να αποφύγεις την ένταση που χτίσαμε. Να παλεύω σε άλλες γλώσσες και άλλους πλανήτες να σου εξηγήσω τις λέξεις μου, να σου επικοινωνήσω τις απόψεις μου. Κι εσύ, από έναν κόσμο διαφορετικό, να μην πιστεύεις πως υπάρχει η αλήθεια μου, να φοβάσαι, για τους δικούς σου λόγους.
Φεύγω για να αποφύγω να ερωτευτώ, μου είπες. Και αναρωτιέμαι αν χαίρομαι ή λυπάμαι για όλες εκείνες τις φορές που ξαφνικά χανόσουν, από φόβο μήπως και…
Από την αρχή ήταν περίεργο, απόκοσμο και μπερδεμένο.
Μπήκες σε ένα ήδη άδειο σπίτι, σε μία ψυχή χαωμένη, σε μία ζωή που έψαχνε στην παρούσα φάση να βρει φως. Και έβαλες λίγο χρώμα, ελπίδα, αλλαγή, αλλά και λάθη.
Πολλά λάθη. Τουλάχιστον για το δικό μου αξιακό ηλιακό σύστημα. Λάθη που έδειχναν παράλληλα τόσο σωστά. Λάθη που έγιναν συνήθειες, λάθη που έγιναν αλήθειες, λάθη που έσπασαν σε κομμάτια και έπλασαν νέες πραγματικότητες, σωστές, αληθινές. Ακατανόητες για τους πιο πολλούς, αλλά που σε εμάς έβγαζαν νόημα. Μόνο σε εμάς μάλλον. Αλλά δεν πειράζει.
Και τώρα; Τώρα τι;
Σαν δυο ξένοι; Σαν να μη γνωριστήκαμε ποτέ; Σαν να μη νιώσαμε ποτέ; Σαν να μην κάναμε ποτέ τόσα λάθη; Σαν να μη νοιαστήκαμε; Σαν να μην αγαπηθήκαμε;
Κέρδισα το φλουρί φέτος και αποφάσισα ότι θα είναι η χρονιά μου και ότι επιτέλους μετά από τόσα χρόνια, άρχισα να ακούω τις ανάγκες μου, να με ακούω. Πέρασα δύσκολα πέρυσι. Αλλαγές πολλές, ριζικές, πυρηνικές. Έσπασα μοτίβα και συμπεριφορές ετών για να είμαι εδώ σήμερα. Ήρθα αντιμέτωπη με πάρα πολλά που με διαμόρφωσαν, με άνοιξαν, με έμαθαν. Φέτος, θα είναι η χρονιά πιο έντονη, και όσα κι αν έρθουν θα με κάνουν πιο δυνατή.
Και ήρθε λέει μια πανδημία. Και αδυνατούμε να καταλάβουμε αν είναι ταινία ή πραγματικότητα. Και ήταν αλήθεια λέει.
Και ήρθες κι εσύ, με μεγαλύτερη ταχύτητα από πριν. Τη στιγμή που είχα αποφασίσει να φύγω οριστικά. Και έφευγες και ερχόσουν και κάπου ευχόμουν να φύγω και να φύγεις κι εσύ και κάπου ξανασυναντιόμασταν μυστικά και μαγικά.
Και ύστερα ήρθε η πανδημία. Και αναγκαστήκαμε να μοιραστούμε μαζί ακόμα περισσότερα. Σπίτια, καρδιές, υγρά, γέλια, δάκρυα, μυστικά, αισθήματα, δωμάτια, που κατοικούσαν φόβοι και αλήθειες. Αναγκαστήκαμε να τσακωθούμε και να διαφωνήσουμε. Αναγκαστήκαμε να συμφιλιωθούμε και να συμφωνήσουμε. Βρήκαμε τα μονοπάτια μας. Χτίσαμε τις στιγμές μας.
Και η πανδημία που είναι παγκόσμια απειλή, κοντά σου φαντάζει μακρινή. Μαζί σου υπάρχει η απόλυτη ανασφάλεια, για λόγους που εμείς ξέρουμε, και ταυτόχρονα η απόλυτη ασφάλεια, για λόγους που εμείς κατανοούμε.
Και πλέον η επικίνδυνη πανδημία που αφορούσε στον κόσμο όλο, έγινε η ύπαρξή μας. Πανδημία έγινες εσύ. Πανδημία έγινα εγώ.Υπήρχες εκεί. Με δύναμη. Επιμονή. Δυσκολία. Χωρίς φάρμακο. Χωρίς γιατρειά. Ήσουν εκεί όμως δε μόλυνες. Ήμουν εκεί όμως δεν πλήγωνα. Εισχωρούσες σταδιακά μέσα μου, εισχωρούσα μυστικά μέσα σου. Και μαζί, χτίζαμε δύναμη.
Μέχρι που ανοιχτήκαμε. Μέχρι που μικρές εκρήξεις, σχεδόν πανδημικές ξεκίνησαν.
Μέχρι την απόλυτη ένωση. Που γίναμε ένα. Χωρίς να μας νοιάζουν οι συνέπειες. Συνέπειες για τις οποίες είχαμε διαφορετικές οπτικές αντιμετώπισης. Μα δε μας ένοιαζε. Για κάποιο λόγο, δε μας ένοιαζε. Κλεισμένοι στη φούσκα μας και στη δική μας πανδημία. Στη δική μας βουβή υστερία.
Έξω να γίνεται πόλεμος, πανδημία. Και μέσα να γίνεται ο δικός μας πόλεμος, μακρυά από τη ρεαλιστική πραγματικότητα που πεισματικά αποφεύγαμε. Μα πάντα αυτό δεν κάναμε; Αποφεύγαμε την πραγματικότητα.
Ένας πόλεμος είναι ο έρωτας μωρό μου. Μα εμείς το πήγαμε ένα βήμα παραπέρα. Τον κάναμε πανδημία, έτσι, για να ταιριάζει και με την επικαιρότητα. Μια πανδημία, που ελπίζω, στο τέλος, να μην αποβεί μοιραία, αλλά να μας ανοίξει επιτέλους τα μάτια, να μάθουμε, να εξελιχθούμε, να ρισκάρουμε. Σωστά αυτή τη φορά.
Πρώτη Απριλίου θυμάμαι είπαμε σε αγαπώ πρώτη φορά κι αυτό σε τόσο λάθος συνθήκες. Σαν να θέλαμε να το πούμε τη μέρα του ψέματος. Σαν να θέλαμε να το κρύψουμε ώστε να μην είμαστε καν εμείς οι ίδιοι σίγουροι αν είναι αλήθεια αυτό που ακούμε.
Και ύστερα το αφήσαμε στην άκρη. Σαν να μην ήταν σημαντικό. Το αφήσαμε να πνιγεί στο αλκοόλ.
Έχω νιώσει πάνω μου, μέσα μου, κάθε υγρό σου στοιχείο. Από τα λερωμένα με ούρα σεντόνια, που ξεδίπλωσαν πέπλα οικειότητας, τα σάλια σου στο στόμα μου, μέχρι τον υγρό οργασμό σου στο κορμί μου, τα δάκρυά σου στα χέρια μου, τον ιδρώτα σου πάνω μου, το αλκοόλ χυμένο παντού, το αίμα από τις πληγές σου. Το αίμα μου, τα υγρά μου, τα σάλια μου, τα δάκρυά μου. Και εξακολουθείς να πιστεύεις ότι δεν έδωσες πολλά, τη στιγμή που γνωρίζω κάθε υγρό σου πόρο, κομμάτια μου που εσύ δεν έχεις δει ακόμα. Όμως εγώ σου έδωσα άλλα κομμάτια μου. Σου έδωσα, σου παρέδωσα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, από την πρώτη κιόλας στιγμή που γνωριστήκαμε, το αξιακό μου σύστημα, την ηθική μου, τους φόβους μου, τα άγχη μου.
Και σήμερα τι; Καλημέρα, ήταν όμορφα, χαίρομαι που σε γνώρισα, μα φεύγω. Θα έφευγα έτσι κι αλλιώς, αλλά φεύγω γιατί φοβάμαι.
Γιατί δεν άντεξα το φως. Φεύγω.
Γιατί προτιμώ να μείνω στο σκοτάδι.
Προτιμώ να πιστεύω στο σκοτάδι μου και να είμαι εκεί μόνος.
Γιατί στο φως, μπορεί να εκτεθώ. Στο φως, μπορεί και να με δεις. Στο φως, μπορεί και να σε δω να με αφήνεις. Και δεν το αντέχω.
Μάθε πως, για τους δικούς μου λόγους, ούτε εγώ το αντέχω μωρό μου.
Μια πανδημία γεννήσαμε όμως αγάπη μου.
Εσύ μου είπες, μου έμαθες να μη φοβάμαι την πανδημία του κόσμου. Και σε άκουσα. Και σε πίστεψα. Κόντρα σε όλους. Κόντρα σε όλα.
Άσε με να σε μάθω πως στη δική μας πανδημία θα βγούμε νικητές. Τώρα είναι η σειρά σου να αφεθείς. Και να μου αποδείξεις αυτό που τόσο καιρό διατυμπανίζεις, το πόσο δυνατός είσαι. Γιατί αγάπη μου, είναι πάρα πολύ αποδεκτό το να είσαι αδύναμος. Πάρα πολύ. Το αγκαλιάζω αυτό. Η πραγματική δύναμη όμως, είναι να μπορείς να δεις τις αδυναμίες σου, να παραδοθείς, να παλέψεις κατάματα. Να δεις μέσα σου τι έχεις και να το μοιραστείς. Τώρα, δείξε μου τη δική σου εσωτερική δύναμη.
Εγώ πιστεύω σε σένα, σε εμάς. Εσύ;
Άσε με να σου δείξω τον τρόπο μου, άσε με να σου δείξω στη γλώσσα μου, πως ηχεί το σ’αγαπώ. Σχεδόν το πρόφερες ολόσωστα, χωρίς καν να ξέρεις τι σημαίνει.
Ακόμα και η λέξη πανδημία, από μόνη της έχει ελληνικές ρίζες, όπως και κομμάτι της πανδημίας που μαζί δημιουργήσαμε.
Ξημέρωσε Μάιος.
Στη χώρα μου σημαίνει χρώματα, λουλούδια, άνοιξη.
Στη χώρα σου σημαίνει βροχή, κυκλοθυμία.
Τα λουλούδια όμως χρειάζονται νερό, και το νερό χρώματα για να γίνει ουράνιο τόξο.