Μια παύση ήμασταν.
Μια ανάσα σε έναν κόσμο που τώρα παλεύει να κρατήσει την αναπνοή του. Μια παρένθεση ενάντια σε όλο τον κόσμο.
Και ύστερα σιωπή. Ύστερα τρέχουμε και κλείνουμε τα μάτια. Κλείνοντας βιαστικά την παρένθεση, μην και κατά λάθος πάρει θάρρος και θελήσει να γίνει κύρια πρόταση.
Λίγο χρώμα στο ασπρόμαυρο και μετά σκοτάδι.
Κενό. Μαύρο.
Που διώχνει όλα τα χρώματα μακρυά και φοβάται το φως.
Και άλλοτε άσπρο, απορροφώντας κάθε πιθανό χρώμα και γεμίζοντας το σύμπαν με φως.
Άκρα. Πάντα.
Έρχεσαι και φεύγεις.
Σαν την τραμπάλα που δεν μπορεί να βρει την ισορροπία της στο ίδιο σημείο. Γέλιο και κλάμα. Φωνές, παιδιά, ήλιος, χαρά. Και ύστερα βροχή, φυγή, απόσταση.
Μια παύση ήμασταν. Σε έναν κόσμο που τρέχει απελπισμένος να προλάβει τη ζωή.
Μια παγωμένη παύση στο χρόνο σε έναν μικρόκοσμο. Σε έναν κόσμο που απειλείται από έναν ιό, εμείς πήραμε τη μορφή του. Και μόνοι μας αφήσαμε τους εαυτούς μας να απειληθούν.
Και ο ήλιος που χθες φώτισε τα πρόσωπά μας, που έδινε χρώμα σε ό,τι υπήρχε γύρω του, σήμερα μας καίει.
Αστραπή έγινε που μας επανέφερε στη δειλή μας πραγματικότητα.
Βροχή που σκέπασε κάθε λέξη, σκοτάδι που έκρυψε κάθε ηλιαχτίδα.
Και χαθήκαμε.