Δεν ξέρω τι είναι αυτό που έχουμε εμείς οι δύο και δε με ενδιαφέρει να του βάλω τίτλο. Άλλοι το λένε σχέση, άλλοι παράνοια κι άλλοι χαμένη υπόθεση.
Βρισκόμαστε, τραβιόμαστε, παίζουμε ξύλο κι ύστερα ένας απʼ τους δύο βάζει τέλος. Ύστερα από μήνες ξανά τα ίδια.
Δε θυμάμαι πολλά απ’ την τελευταία μας συνομιλία, μόνο πως είπες «αν μ’ αγαπάς, φύγε» κι έκλεισες τ’ ακουστικό. Δεν πήρα πίσω γιατί δεν υπήρχε λόγος γι’ άλλες φλυαρίες. Άναψα τσιγάρο, κι έμεινα να χαζεύω την κινούμενη εικόνα της τηλεόρασης. Δεν έκλαψα κι ούτε στεναχωρήθηκα. Σεβάστηκα την επιθυμία σου, όπως την είχες σεβαστεί κι εσύ κάποτε, όταν σου είπα τα ίδια λόγια.
Δεν ξαναενόχλησα, γιατί ήξερα πως στο μέλλον εσύ κι εγώ θα τα ξαναπούμε.
Ως τότε κράτα ό,τι σου είχα ψιθυρίσει σ’ εκείνο το φθηνό ξενοδοχείο που πληρώσαμε για τρεις ώρες, κάποτε. Βγες και μοιράσου το κορμί σου με όποιον θες. Ξάπλωσε σ’ άλλα κρεβάτια ή στριμώξου στα πίσω καθίσματα κάποιου αυτοκινήτου, αν αυτό γουστάρεις. Δε σε φοβάμαι, μαθαίνεις όσο περνάει ο καιρός.
Γνώρισε δέκα μαλάκες και παίξε μαζί τους, μιας και μετά από μένα όλοι φαντάζουν μικροί κομπογιαννίτες που παζαρεύουν φούμαρα για λίγες στιγμές ηδονής. Τους μυρίζεσαι αυτούς, τους δένεις σαν καλλιτεχνικό κόμπο γραβάτας κι ύστερα τους σουτάρεις και πας για τον επόμενο. Σου στέλνουν έπειτα, μηνύματα πόνου κι εσύ γελάς με την κατάντια τους.
Δε σου κάνουν αυτοί, δε σ’ αρέσει να σε παρακαλάνε. Ξενερώνεις, το ξέρω. Εγώ σε ξέρω καλύτερα απ’ όλους, γι’ αυτό πάντα γυρνάς.
Ύστερα, μπορεί να γνωρίσεις και καλά παιδιά. Να σου φερθούν εντάξει και να δουν όσα δεν είδα εγώ. Μα δε θα σου φτάνει. Πάντα θα μένει μία φωτογραφία προσκολλημένη στην άκρη του μυαλού σου. Κουβαλάει την υπογραφή μου από πίσω κι εσύ δε λες να την πετάξεις.
Σου λείπει η καθημερινότητά μας και στη ζυγαριά οι καλές στιγμές, τελικά, γέρνουν υπέρ μας. Και τι ήταν οι κακές; Μία κουζίνα λαμπόγυαλο, δυο κινητά σπασμένα και περιττή συναισθηματική φόρτιση που σ’ ανάγκασε να με βρίζεις, όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, και να με κατηγορείς.
Αυτό ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι μας, πάντα, όταν τα ξαναβρίσκουμε. Να βγούμε και να πούμε πως είμαστε πάλι μαζί. Οι φίλες σου τα χάνουν κι οι δικοί μου με μουντζώνουν. Λίγο μας νοιάζει, εμείς ακάθεκτοι παίρνουμε πάλι το ρίσκο.
Φεύγει ο θυμός και λέμε πως ωριμάσαμε. Τώρα μπορούμε να δοκιμάσουμε πάλι, σε καινούργια θεμέλια, με τη γνώση, αυτή τη φορά, σύμμαχό μας. Δε θα πέσουμε στα ίδια λάθη και θα κάνει ο καθένας μας λίγα βήματα πίσω, για να κάνουμε μετά πολλά μαζί μπροστά.
Σαν πολιτική καμπάνια ακούγεται. Να γελάσω τώρα ή μετά; Ξέρεις καλά την κατάληξη, όπως την ξέρω κι εγώ. Κανείς δεν πρόκειται να κάνει οπισθοχώρηση κι αυτό είναι που μας εξιτάρει. Τραβάμε το σχοινί όσο πάει και παλεύουμε με μανία, πολλές φορές, να το κόψουμε, χωρίς όμως επιτυχία.
Δεν είναι η δύναμη της συνήθειας αυτή που μας ελκύει. Είναι πως σε γνωρίζω καλύτερα απ’ όλους. Σ’ έχω δει στα καλύτερα και στα χειρότερα σου. Να είσαι εκθαμβωτική κάποιες φορές κι ασήμαντη άλλες. Να γελάς μʼ όλη σου τη δύναμη και να κλαις με τον πιο σπαρακτικό τρόπο. Σ’ έχω δει έφηβη, κοπέλα και τώρα πλέον γυναίκα. Ξέρω όλα σου τα κουμπιά στο κρεβάτι κι ίσως αυτό τελικά να είναι το πραγματικό σημείο αναφοράς μας τόσα χρόνια.
Θα ʼρθουν έτσι οι καταστάσεις που θα δοκιμάσουμε τις αντοχές μας άλλη μία. Είναι δεδομένο.
Μία παρτίδα ασσό-δυο η φάση μεταξύ μας. Με πιάνεις και βγαίνω για λίγο απ’ τη ζωή σου. Συνεχίζεις ακάθεκτη μέχρι το τέρμα, όμως, σε κάθε γύρο ρίχνω τα ζάρια για να ξαναμπώ. Κι όταν γίνει αυτό, παίζουμε πάλι στα ίσα. Την επόμενη, να είσαι σίγουρη, πως θα σε βγάλω εγώ και θα είναι η δική σου σειρά να προσπαθήσεις για το φινάλε.