Παράξενη είναι η ζωή, όχι οι άνθρωποι

Παράξενη είναι η ζωή, όχι οι άνθρωποι

Το σπίτι της όμορφης κοπέλας δε φάνταζε τόσο παράξενο απ' έξω.
Τουλάχιστον όχι για τα δικά μου δεδομένα.

Πολύχρωμοι τοίχοι, πολλά λουλούδια και φυτά και ένας μεγάλος λούτρινος αρκούδος.
Αυτό ήταν ίσως το μόνο που μου κίνησε την περιέργεια. Άρχισα να παρακολουθώ την κοπέλα.

Το ίδιο πολύχρωμη και η ίδια, πάντα με ρούχα σε έντονες αποχρώσεις, πάντα αέρινη μέσα στο σπίτι.
Ένα βράδυ δεν είχα ύπνο και έτσι αποφάσισα να κάτσω στο μπαλκόνι να πιω λίγο κρασί. Η κοπέλα στο μπαλκόνι, έχει ετοιμάσει φαγητό, δυο πιάτα, αν και πολύ αδύνατη, την κοιτάω και ζηλεύω στιγμιαία!
Το ένα πιάτο δεν είναι για εκείνη. Το αφήνει αθόρυβα μπροστά από τον λούτρινο αρκούδο.

Δε λέει τίποτα. Με κοιτάζει και νιώθει αμήχανα. Πηγαίνει μέσα και σβήνει τα φώτα.
Το επόμενο βράδυ την παρατηρώ ξανά, αυτή τη φορά έχει ένα ποτήρι με χυμό μπροστά του. Την επόμενη μέρα, η πολύχρωμη παράξενη κοπέλα, αρχίζει να τραγουδάει στον αρκούδο.

Προσπαθώ να καταλάβω αν είναι δώρο από κάποιον σημαντικό άνθρωπο της ζωής της που δεν υπάρχει πια. Ή απλά ένας τρόπος να επικοινωνήσει τη μοναξιά της.
Οι μέρες κυλούν έτσι, πότε δίνοντάς του φαγητό, πότε τραγουδώντας του.
Άλλες φορές χορεύαν μαζί κι άλλες του μίλαγε για ώρες.

Μακάρι να μπορούσα να ακούσω τι του λέει!
Πάντα μπαίνει πίσω στο σπίτι με μία έκφραση ολοκλήρωσης στο πρόσωπό της, σαν να έκανε κάτι υπέροχο.

Μία μέρα έγινε κάτι που κατάλαβα. Η κοπέλα άφησε ένα μπιμπερό μπροστά από τον αρκούδο, άγγιζε την κοιλιά της και άρχισε να κλαίει. Ο λούτρινος αρκούδος, ήταν το μωράκι που δεν μπόρεσε ποτέ να αγκαλιάσει.
Οι πολύχρωμοι τοίχοι, τα τόσα λουλούδια, ξαφνικά έδειχναν σαν ένα μικρό κοιμητήριο για μία ψυχούλα που δεν επιβίωσε ποτέ. Και ξαφνικά, η κοπέλα αυτή, σταμάτησε να δείχνει παράξενη.
Ξαφνικά αναρωτιόμουν πόσο παράξενη είναι η ίδια η ζωή