Φωτογραφί-ΖΩ: Σε μισώ που σε αγάπησα, με μισώ που με αγάπησες

Φωτογραφί-ΖΩ: Σε μισώ που σε αγάπησα, σε μισώ που με αγάπησες

Για εκείνο το φεγγάρι που κάθε βράδυ πάσχιζε να έρθει λίγο πιο κοντά σου και να γίνει όλο. Όχι για να γίνει ολόκληρο. Ήξερε ήδη πως να λάμπει ακόμα και στις πιο λιγοστές στιγμές του. Αλλά για να γεννήσει μέσα από το δικό σου φως, μία πανσέληνο.

Ήξερε πολύ καλά να περπατάει μόνο του. Το απολάμβανε. Όμως ήθελε να δημιουργήσει ένα νέο φως στον πολύχρωμο ουρανό. Μία πανσέληνο σε έναν κοινό ουρανό.

Σε κατηγορώ που δε με άφησες να κάνω το μισοφέγγαρο πανσέληνο.

Σε μισώ που σε αγάπησα. Σε μισώ που με αγάπησες.

Με μισώ που σε αγάπησα. Με μισώ που με αγάπησες.

Για τον ίδιο λόγο σε αγαπάω.

Σε κατηγορώ που δεν έπιασες το χέρι μου όταν σου ζήτησα να με ακολουθήσεις και να δεις τον ουρανό. Το βαθύ του μπλε που μας καλούσε και τις ερυθρές λεπτές πινελιές του που σαν πύρινες φλέβες κουβαλούν αίμα. Αίμα που δίνει ζωή. Αίμα σαν το πάθος. Αίμα που κάνει την ψυχή να ματώνει και την καρδιά να αγαπάει παράφορα.

Σε κατηγορώ για εκείνο το φεγγάρι που δεν τόλμησες καν να υψώσεις τα μάτια σου και να δεις. Να δεις πόσο όμορφο και εκτυφλωτικό ήταν.

Κι όσο εγώ έστρεφα το βλέμμα μου στον ουρανό, τόσο εσύ με κοίταζες. Από τη μία παρακολουθώντας βουβά το πρόσωπό μου και από την άλλη προσπαθώντας να αποσπάσεις το βλέμμα μου και να το επαναφέρεις στη γη.

Όπου να’ ναι ξημερώνει. Ο ουρανός παίρνει άλλες αποχρώσεις. Και το φεγγάρι ξεκουράζεται κάπου ανάμεσα στον ήλιο, κάνοντας την παρουσία του αχνή και την απουσία του υπαρκτή. Κι ας ξέρουμε πως είναι εκεί.

Έτσι κι εσύ. Ξημέρωσες. Είσαι νηφάλιος. Η παρουσία σου υπάρχει ακόμα, όμως δε φαίνεσαι. Η απουσία σου γίνεται αισθητή. Κι ο ουρανός διψάει ακόμα για εκείνο το φεγγάρι. Ελπίζει ακόμα. Κοιτάζει ακόμα τα πρόσωπά μας προσπαθώντας να κλέψει κομμάτια μας και να ράψει πανσέληνο.

Η νύχτα πλησιάζει. Μοιάζει ατελείωτη η μέρα. Μα δε μπορεί, θα βραδιάσει. Ο ουρανός θα φορέσει ξανά τα μπλε του. Και θα φορέσει εκείνη την ερυθρή απόχρωση για λίγο. Κραγιόν που φοράω εμένα μου φαίνεται όπως το κοιτάζω, το αποτύπωμά του πάνω σου, όταν το κοιτάς εσύ.

Δεν μπορεί, θα βραδιάσει πάλι, σκέφτομαι με αγωνία. Και ίσως απόψε το φεγγάρι να είναι γεμάτο. Ίσως κάπου ακούστηκε ο φόβος μας και πέρασε στη λήθη.

Όσο περνάνε τα λεπτά, οι ώρες, οι μέρες, τόσο ο ουρανός γίνεται θάλασσα που με πνίγει. Όσο περνάνε οι μέρες τόσο το δάκρυ σκεπάζει την ελπίδα.

Η ώρα περνάει. Το φεγγάρι ακόμα δεν είναι πανσέληνος. Και εγώ να κρέμομαι κυριολεκτικά στα δευτερόλεπτα, ελπίζοντας κάθε βράδυ, πως σε εκείνο το φεγγάρι θα δω επιτέλους το πρόσωπό σου, πως θα δω επιτέλους την πανσέληνο.

Η ώρα περνάει. Ο ουρανός έχει αυτό το ατελείωτο βαθύ μπλε χρώμα, λίγο πριν κοιμηθεί. Οι γείτονες με κοιτάζουν από τα παράθυρα. Τα φώτα τους είναι ακόμα αναμμένα. Ελπίζουν κι εκείνοι μαζί μου, λίγο πριν τα φώτα σβήσουν. Λίγο πριν ο ουρανός σκοτεινιάσει.

Η ώρα περνάει. Κι εγώ σε μισώ που δε με άφησες να χτίσουμε την πανσέληνο.

Η ώρα περνάει. Και το φεγγάρι με κοιτάζει σιωπηλά και αμήχανα. Σχεδόν απολογητικά.

Κι εγώ σε κατηγορώ. Για εκείνο το φεγγάρι που δεν τόλμησες ποτέ να κάνεις πανσέληνο.