Φωτογραφί-ΖΩ: Εκείνα τα «αν» που γίνονται αγκάθια και πληγώνουν

Φωτογραφί-ΖΩ: Εκείνα τα «αν» που γίνονται αγκάθια και πληγώνουν

Δεν ήξερε ποιο δρόμο να πάρει.

Η ζωή της ξαφνικά φάνταζε σαν ένα τεράστιο πεδίο με μονοπάτια, διασταυρώσεις, λεωφόρους, δρόμους, στενάκια, χωματόδρομους, ανηφόρες, κατηφόρες.
Δεν ήξερε πού να κοιτάξει. Οι επιλογές την έπνιγαν.

Η σκέψη ότι κάθε επιλογή ορίζει και μία διαφορετική πορεία, σχεδόν μία διαφορετική ζωή, την τρόμαζε. Η ευθύνη της κάθε επιλογής που μπορεί να οδηγούσε σε μία εντελώς διαφορετική πραγματικότητα, την εγκλώβιζε.

Κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Κοιτάζει τις ανθισμένες τριανταφυλλιές. Κοιτάζει μέσα από το παράθυρο. Το τριαντάφυλλο στο βάζο.
Αν είχε φωνή, τι θα έλεγε; Θα ήταν ευτυχισμένο; Θα ήθελε να είναι εδώ;

Ή μήπως θα προτιμούσε να βρίσκεται σε άλλο σπίτι, σε άλλη συνθήκη, με άλλους ανθρώπους;
Κι αν είχε την επιλογή και γνώριζε, θα άλλαζε τις συνθήκες;
Δεν πίστευε στη μοίρα, πίστευε ότι εμείς πλέκουμε τον μικρόκοσμό μας. Πίστευε όμως στην ύπαρξη της τύχης, και στο συνδυασμό με τη βούληση.
Πολλές φορές οι λεπτομέρειες δεν παίζουν δραματικό ρόλο στην πλοκή ενός έργου. Άλλες όμως, είναι τόσο καθοριστικές που πρωταγωνιστούν και επηρεάζουν μεγάλο μέρος της πορείας, σχεδόν καθορίζοντάς τη. Σχεδόν αφήνοντας σημάδι πάνω της.

Κοιτάζει το τριαντάφυλλο που πλέον τα πέταλά του πέφτουν απαλά στην ανυπαρξία. Κι ακόμα κι έτσι δείχνουν υπέροχα.
Σκέφτεται τι διαφορετικό θα είχε συμβεί αν αυτό το τριαντάφυλλο είχε δοθεί από άλλα χέρια, άλλη στιγμή, σε άλλο άνθρωπο. Σκέφτεται πως θα ήταν η ζωή της αν είχε φύγει λίγους μήνες πριν. Σίγουρα αυτό το τριαντάφυλλο δε θα στεκόταν σε αυτό το παράθυρο, σε αυτή τη ζωή.

Σκεφτόταν πως αν είχε φύγει ακριβώς τη στιγμή που είχε σκεφτεί, σίγουρα δε θα υπήρχε μία δραματική λεπτομέρεια, που έγινε όμως καθοριστική στην πορεία της. Σίγουρα θα είχε αποφύγει πολύ πόνο.Και πολλά άλλα όμως που δε θα είχε ζήσει. Πού θα ήταν όμως σήμερα; Σε ποιο παράθυρο θα κοίταζε; Και με ποιο λουλούδι θα έκανε αυτοσχέδια όνειρα;

Δεν ήξερε ποιο δρόμο να πάρει, ποιο θα έπρεπε να έχει επιλέξει.
Και δεν ήξερε καν αν θα επέλεγε κάτι διαφορετικό αν μπορούσε.
Κοιτάζει το τριαντάφυλλο στο παράθυρο και του χαμογελάει σιωπηλά.

Σκεφτόταν πόσο του έμοιαζε η ζωή. Άλλες φορές με δρόμους στρωμένους ροδοπέταλα και άλλες γεμάτους αγκάθια.
Τα “αν” πάντα την έπνιγαν, τώρα πιο πολύ από ποτέ.
Προσπαθούσε να δει τον εαυτό της απ’ έξω και ξαφνικά το έκανε εικόνα.
Βρέθηκε έξω, βλέποντας στο παράθυρο ένα εγκλωβισμένο κορίτσι να παλεύει να ανθίσει. Σαν το τριαντάφυλλο.

Ήθελε να της φωνάξει, να της πει “Βγες έξω και ζήσε”, μα το κορίτσι δεν άκουγε. Είναι δύσκολο να είμαστε αντικειμενικοί όταν είμαστε μέσα σε κάτι.
Δεν ήξερε ποιο δρόμο να πάρει. Το κερί ήταν ακόμη αναμμένο. Υπήρχε ακόμα χρόνος- μάλλον.
Κι όσα “αν” κι αν τη φόβιζαν για το μέλλον, όσα “τι θα είχε γίνει αν” τη στοίχειωναν από το παρελθόν, ήξερε ότι έπρεπε κάπως να ζήσει. Να γεννήσει το δικό της φως.

Όπως και το τριαντάφυλλο. Που σε οποιαδήποτε συνθήκη, σε οποιαδήποτε μορφή, σε οποιοδήποτε χώρο ή χρόνο, κάπως, δημιουργούσε τέχνη, γεννούσε γεύση, έφτιαχνε ανάμνηση, άφηνε μυρωδιά, στόλιζε χώρο, έδινε χρώμα, έδινε αγάπη, έδινε πόνο, δημιουργούσε πόνο, κάλυπτε πόνο.
Πάντα όμως, κάπως, υπήρχε, ακόμα και στις βαθύτερες στιγμές ανυπαρξίας