Στο μικροσκόπιο της Ι.Γκανέτσα: «Το κόκκινο μαντίλι» του Κυριάκου Αθανασιάδη

Στο μικροσκόπιο της Ι.Γκανέτσα: «Το κόκκινο μαντίλι» του Κυριάκου Αθανασιάδη

Ο Κυριάκος Αθανασιάδης δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις στο χώρο του βιβλίου, καθώς εργάστηκε για τρεις δεκαετίες ως επιμελητής εκδόσεων, αναγνώστης πεζογραφίας και στέλεχος εκδοτικού οίκου.

Πολυπράγμων γαρ, δε σταμάτησε σε αυτά παρά συνίδρυσε τον πολιτικό-πολιτιστικό ιστότοπο και διαδικτυακό ραδιόφωνο Amagi. Έχει εκδώσει περί τα 30 βιβλία, ανάμεσά τους και αρκετά παιδικά, καθώς και έξι μυθιστορήματα για εφήβους, με διάφορα ψευδώνυμα, ωστόσο, εμείς είμαστε εδώ για «Το κόκκινο μαντίλι», που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ.

Καλλίνικος, ο ήρωας του νέου βιβλίου σας «Το κόκκινο μαντίλι». Τον πλάσατε αποστασιοποιημένος ή έχει τύχει να γνωρίσετε κάποια στιγμή κάποιον με πολλά ή όλα τα δικά του χαρακτηριστικά;

Ισχύουν και τα δύο, αγαπητή κυρία Γκανέτσα, όπως με καθετί στα βιβλία. Οι ήρωες των μυθιστορημάτων είναι όλοι τους φτιαγμένοι με «συστατικά» που ο συγγραφέας τους βρίσκει στην πραγματική ζωή. Όμως και από κάπου αλλού: από την τέχνη. Οι πιο πολλές μας μνήμες είναι παρμένες από τα βιβλία (και από τον κινηματογράφο). Έτσι, και ο Καλλίνικος είναι φτιαγμένος εξ ολοκλήρου, μεν, σ’ αυτό που λέμε «εργαστήρι», αλλά είναι και πολύ πραγματικός. Δεν έχει κανένα παρατραβηγμένο ή μαγικό στοιχείο επάνω του. Καμία υπερβολή. Θα μπορούσε να υπάρξει. Και, ίσως, να έχει υπάρξει κιόλας.

                                                           

Ο Καλλίνικος είναι ίσως ο ορισμός του ανθρώπου που δεν σταματά να προσπαθεί και να ονειρεύεται με οδηγό την πίστη και την καλοσύνη. Επιβιώνουν τέτοιου είδους άνθρωποι στις μέρες μας ή είναι «φαινόμενα» περασμένων αιώνων;

 Ξέρετε, έχω τη βεβαιότητα πως οι άνθρωποι δεν αλλάζουν με τον καιρό. Οι ίδιοι τύποι ανθρώπων υπάρχουν πάντα. Ούτε θα αλλάξουν κάποτε. Γενικώς, αν και ζούμε σε μία κατάσταση διαρκούς προόδου, καθώς κάθε μέρα που περνά η ζωή ομορφαίνει και γίνεται πιο εύκολη για όλο και περισσότερους, εμείς οι ίδιοι είμαστε πάντα απολύτως όμοιοι. Δεν χρειάζεται να πάμε μακριά: δείτε (και εδώ απευθύνομαι στον ευγενικό αναγνώστη μας) όποιο βιβλίο είναι πιο κοντά στο χέρι σας — είτε είναι κυριολεκτικά αρχαίο, είτε του 18ου αιώνα, είτε των αρχών τού 20ού, παρουσιάζει ανθρώπους που θα μπορούσαν ανετότατα να ήταν εμείς. Η γραπτή ιστορία είναι μία πολύ μικρή περίοδος για να μας αλλάξει. Για να έρθω όμως στον Καλλίνικο: ναι, είναι καλός, και κάπως αγαθιάρης, και αυτός είναι ο τρόπος του να επιβιώνει, να στολίζει τη ζωή του και να κυνηγά την ευτυχία. Έχω την εντύπωση, βέβαια, πως αυτό ακριβώς κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι. Οι «κακοί» δεν είναι πολλοί, δεν είναι καμιά πλειοψηφία. Απλώς το κακό κάνει πιο πολύ θόρυβο, ακούγεται περισσότερο.

 

Ένα σκυλί, μια αγελάδα και μια νεράιδα. Περίεργη παρέα! Ποιο ρόλο κρατά καθένας τους στη ζωή του ήρωα;
 

Είναι οι τρεις φίλοι του Καλλίνικου. Και, ναι, είναι πράγματι περίεργη παρέα, το ομολογώ. Οι δύο πρώτοι τού κρατούν συντροφιά και ομορφαίνουν τη ζωή του. Η σκυλίτσα του με τον τρόπο που ξέρουν όλα τα σκυλιά να το κάνουν, απλώς υπάρχοντας και μοσχοβολώντας (όσοι έχουν σκύλο θα μας καταλάβουν), η αγελάδα με έναν, ας πούμε, κάπως πιο «μαγικό» τρόπο, αλλά και χθόνιο επίσης, γιατί τον βοηθά καθημερινά στη δουλειά (μα ο Καλλίνικος της το ανταποδίδει με την αγάπη του και τη… συνταξιοδότησή της, όταν έρθει η ώρα), και η τρίτη, η νεράιδα, με τις αραιές εμφανίσεις της σε κρίσιμες περιόδους της ζωής του και με τους χρησμούς της, που ξετυλίγονται στον καπνό του τσιγάρου της. Αυτή είναι και η πιο σημαδιακή, και ταυτόχρονα και η πιο «ακατανόητη». Δεν χρειάζεται όμως να τη σκεφτούμε ή να την αναλύσουμε περισσότερο: είναι αυτό που είναι — μια νεράιδα που λέει (και κρύβει) τα μελλούμενα. Όλοι μας έχουμε από μία, κι αν προσπαθήσουμε να θυμηθούμε το πρόσωπό της, είναι σίγουρο πως θα τα καταφέρουμε.

 

Ο έρωτας παίζει, επίσης, τον δικό του ρόλο. Ποια στοιχεία του έρωτα τον καθιστούν τόσο σημαντικό ώστε να αποτελεί φάρο ακόμη –και κυρίως– σε δύσκολα «ταξίδια» όπως αυτά των πολέμων;

Ο Καλλίνικος αγάπησε τη Λέλα από πολύ μικρή ηλικία: ήταν φίλοι από παιδιά. Το ίδιο και η Λέλα, βέβαια. Και ήταν και οι δυο άνθρωποι του σπιτιού και της οικογένειας, του τόπου, που τους ενδιέφερε πολύ να είναι οι δυο τους με τα πράγματά τους σ’ ένα δωμάτιο ή δίπλα στο παράθυρο ή στη βεράντα, και να κάθονται να τα λένε όσο θα έγερνε ο ήλιος. Βέβαια, αυτά δεν είναι εύκολα πράγματα: είναι ό,τι καλύτερο και πιο ακριβό υπάρχει στον κόσμο. Κι έτσι, σπάνια τα απολαμβάνουμε σε μεγάλες ποσότητες. Η ζωή είναι απαιτητική. Και η Ιστορία, για να γυρίσουμε στο βιβλίο, ζήτησε από τον Καλλίνικο να την υπηρετήσει στην πρώτη γραμμή, κι έτσι το μόνο που είχε εκεί πέρα για να θυμάται ήταν η αγάπη του για τη Λέλα. Δηλαδή η μνήμη, και η ελπίδα. Και πάλι: αυτό ισχύει για όλους μας. Όλοι έχουμε, ή θέλουμε να έχουμε, μια Λέλα στη ζωή μας. Ή έναν Καλλίνικο.

 

Η Άδα, η αγαπημένη κόρη του Καλλίνικου, θα συνεχίσει το δικό της ταξίδι στο χρόνο παρέα με το αγαπημένο κόκκινο μαντίλι του πατέρα της. Τι σας οδήγησε να θέλετε να διηγηθείτε και αυτή την ιστορία και πόσο σύντομα θα έχουν οι αναγνώστες τη δυνατότητα να τη διαβάσουν;
 

Η ιστορία αυτής της οικογένειας είναι η ευκαιρία μου να πω λίγα πράγματα, με τον τρόπο μου, για την ιστορία όλων των οικογενειών που είναι γύρω μας, δηλαδή για την ιστορία της Ελλάδας. Αγαπώ πολύ την Αθήνα, και αγαπώ πολύ εκείνες τις δεκαετίες, από το ’50 και μετά — ας πούμε μέχρι το γύρισμα της χιλιετίας, γι’ αυτό και θα αφηγηθώ την ιστορία της κόρης του Καλλίνικου.
Για την ακρίβεια, μακάρι να τα καταφέρω να συνεχίσω και με την Άδα, αλλά και με το παιδί της Άδας σε έναν τρίτο, επίσης αυτοτελή, τόμο, κλείνοντας δηλαδή ακριβώς έναν αιώνα ζωής και ιστορίας. Η Άδα, με το καλό, θα έρθει δύο χρόνια μετά τον Καλλίνικο, το 2022. Η έρευνα που απαιτείται είναι χρονοβόρα και επίπονη, κι όταν γράφεις ένα, έστω και απλοϊκό, ιστορικό μυθιστόρημα, πρέπει να έχεις ψάξει καλά τις πηγές σου. Ακόμη και μια πρόχειρη αναφορά σε ένα αντικείμενο, σε μια ραπτομηχανή για παράδειγμα, ή σε ένα κάδρο κρεμασμένο σε μία ταβέρνα της Κυψέλης, μπορεί να προϋποθέτει το διάβασμα ενός μεγάλου άρθρου, ή ενός λήμματος. Όμως είναι μια όμορφη δουλειά, και στοργική υπό μία έννοια. Κι έπειτα από όλα αυτά, πρέπει και να γράψεις το βιβλίο. Δηλαδή, αρχικά να έχεις μια πραγματικά ενδιαφέρουσα ιστορία να πεις, γεμάτη από πολλές μικρότερες ιστορίες. Απλώς χρειάζεσαι χρόνο και ησυχία.

 

ηφ

Κλείνοντας, δώστε μας ένα δικό σας αγαπημένο απόσπασμα από το βιβλίο, από αυτά που γράψατε με μια ανάσα.
 

Ευχαρίστως. Με τη διαφορά πως γράφω πάντα πολύ προσεκτικά, και με πρόγραμμα που δεν το παραβαίνω. Εδώ παρακάτω θα δουν οι αναγνώστες σας μια σκηνή από το πρώτο μέρος του βιβλίου, από την αρχή. Η μητριά του Καλλίνικου θέλει να πουλήσει την αγελάδα του για κρέας στους χασάπηδες, κι εκείνος —φυσικά— το αρνείται. Σας ευχαριστώ πολύ, και ευχαριστώ και τους αναγνώστες σας πολύ. Αν επιλέξουν, ανάμεσα στα διαβάσματά τους, και το ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΑΝΤΙΛΙ, τους αρέσει δεν τους αρέσει, θέλω να πιστεύω πως θα βρουν μέσα του πολλά πράγματα που ήξεραν, που θυμόντουσαν, και που μπορεί να είχαν ξεχάσει πως τα θυμούνται ακόμα. Καθώς και λίγο από τον εαυτό τους, και μια κάποια γλύκα. Να όμως το απόσπασμα:

…Αυτά είδε ο Καλός στρίβοντας τη γωνία, εκείνη την τελευταία στροφή που ένωνε και χώριζε το σπίτι του —το ξένο σπίτι— από τους Αγίους Πάντοτε. Και πήγε να του σκάσει η καρδιά, να πλαντάξει και να μείνει ανοιχτή και διαρρηγμένη. Και φώναξε.

«Μαύρη! Μαυρούλα! Μαύρη μου! Αφήστε τη γελάδα μου! Αφήστε το κορίτσι μου!»

Ταυτόχρονα συνέχισε να τρέχει —μα πώς άντεχαν εκείνα τα καλαμάκια που είχε για πόδια— και να σείει τα χέρια του, και όλοι, βέβαια, οι έμποροι, η Πλατυτέρα, οι θυγατέρες της, ο λιγδο-παπάς, τα αγανακτισμένα από τις ξώφαλτσες δαγκανιές της Σπίθας μουλάρια, η ίδια η Σπίθα, και ίσως κι η παντέρμη η Μαύρη, που γύρευε τι της μαγείρευαν της δύστυχης, τον αντιλήφθηκαν και γύρισαν να τον κοιτάξουν. Για μια στιγμή σταμάτησαν όλοι, άνθρωποι και ζωντανά, ό,τι έκαναν: οι έμποροι να τραβολογούν την αγελάδα, εκείνη να διαμαρτύρεται βογκώντας, η Σπίθα να τρέχει σε κύκλους ανοιγοκλείνοντας τα σαγόνια της που είχαν γεμίσει σάλια, η Πλατυτέρα να κάνει νοήματα. Σταμάτησαν επιτέλους και η Σοφία, η Πίστις και η Ελπίδα να παριστάνουν τα αγάλματα, και πήραν από μια κοφτή αναπνοή εκάστη, και ο παπάς να ψάχνει βρομερούς θησαυρούς μέσα στα γένια του.

«Αφήστε τη γελάδα μου!» ξανάπε ο Καλός και, τρέχοντας με φούρια τα τελευταία βήματα που τον χώριζαν από τη Μαύρη, έπεσε με δύναμη επάνω στη μουσούδα της, και μά τον Θεό εκείνη αναστέναξε όπως αναστενάζει ένας άνθρωπος με μεγάλο πόνο, από εκείνους που σου ξηλώνουν την ψυχή.

Κι όπως την άφησαν από τα χέρια τους οι δύο άξεστοι κρεμανταλάδες έμποροι —κρέατος, τυρού και γάλακτος—, η Μαύρη έμεινε να στέκεται όρθια από μόνη της. Μα καθώς οι δικές της δυνάμεις την είχαν από ώρα εγκαταλείψει, έβγαλε άλλη μια φωνή, άλλον ένα αναστεναγμό, βαθύ, βαρύ και ανατριχιαστικό, και έπεσε λοξά βροντοχτυπώντας στο χώμα. Κι έμεινε ακίνητη εκεί, με το ένα της, το θολό και τυφλό, μάτι στη γη και το άλλο ανοιχτό να κοιτάει τον Θεό των ζωντανών στον ουρανό, εκείνο τον πολύ παλιό Θεό, που όμως δεν είχε δύναμη καμία πλέον.

Το αγόρι χίμηξε πάνω της με μια τσιρίδα σαν βραχνού κοριτσιού που του τραβάς δυνατά και αναίτια την κοτσίδα και άνοιξε το στόμα του για να ξαναφωνάξει, αλλά δεν είχε πια φωνή μέσα του να βγάλει, ούτε δύναμη. Τύλιξε τα λεπτά του χέρια γύρω από τον όμορφο καστανόξανθο λαιμό της αγελάδας του, έναν λαιμό παχύ και ευωδιαστό, που μύριζε νερό και γάλα, μαλλί και χόρτο, αέρα βουνίσιο και καψαλισμένη σβουνιά, μια μυρωδιά ωραία, πραγματική, αψιά και σφριγηλή, και άρχισε να τρέμει. Δεν κράτησε, όμως, το τρέμουλο πολύ, γιατί το κεφάλι του μούδιασε από τον πανικό, και τα μάτια του θόλωσαν σαν της αγελάδας, και μυρμήγκιασε η ράχη του. Σηκώθηκε όρθιος σφίγγοντας τις μπουνιές του και όρμησε —Θεέ μου— στους δύο κρεμανταλάδες, τους πρόστυχους και βρομερούς εμπόρους, και άρχισε να τους κοπανάει με τις μπουνιές του που έμοιαζαν με μεγάλα καρύδια, χαράς το πράγμα δηλαδή. Χτύπαγε μια τον έναν και μια τον άλλον, στο πρόσωπο, στο στήθος, στα πλευρά, μέχρι που πρήστηκαν οι κόμποι του και γδάρθηκαν, μα και πάλι δεν θα σταματούσε έτσι κι ο ένας από τους δύο δεν του άστραφτε μια σφαλιάρα σβουριχτή, που τον έκανε να πάρει δυο βόλτες γύρω από τον εαυτό του και να πέσει πάνω στη Μαύρη και μαζί πάνω στη Σπίθα, που είχε αλαλιάσει τελείως και δεν ήξερε πού και ποιον να πρωτοδαγκάσει. Και τότε θόλωσε πάλι το αγόρι, και πετάχτηκε από χάμω και τους χίμηξε ξανά, με περισσότερη ορμή, αλλά πια εκείνοι δεν θα ανέχονταν άλλα, κι έτσι γρήγορα τον έσπρωξαν με τις χερούκλες τους προς τα πίσω, κι όπως αυτός ξανάρθε πάλι καταπάνω τους, άρχισαν να τον κοπανάνε κι οι δυο μαζί, με σφαλιάρες και με κατραπακιές, με μπουνιές και με κλοτσιές, που αν δεν ήταν τόσο τυφλωμένος από τον πόνο ο Καλός θα είχε πέσει ξερός από την πρώτη στιγμή. Αλλά πονούσε όσο δεν πήγαινε —και όχι μόνο από τον πόνο της Μαύρης, κι ας την αγαπούσε: ήτανε κι άλλα… Τόσο μαύρη ήταν η καρδιά του που δεν καταλάβαινε από ξύλο και τέτοια, και συνέχιζε να κάνει πως παλεύει και να τους χιμά, κι εκείνοι συνέχιζαν να τον δέρνουν. Μαζί του χιμούσε κι η Σπίθα, μέχρι που ένας απ’ τους δυο τής έδωσε μια μουλαρίσια κλοτσιά και την έστειλε απέναντι με ένα πένθιμο κλαψούρισμα που ήταν να σπαράζεις.

Και τότε όρμησε —ακούστε— ο παπάς προς υπεράσπισιν του αγοριού, και μπράβο του, κανείς δεν θα το περίμενε από δαύτον. Χώθηκε στη μέση έτσι επιβλητικός και ιερατικός που ήταν —τρομάρα του— και… α! όχι, δεν είχε ορμήξει για να σώσει τον Καλό, αλλά για να συνεχίσει εκείνος να τον δέρνει και να τον βαράει, με τα χοντρά, λιγδιασμένα χέρια του, μπαμ στο πρόσωπο, μπαμ στον λαιμό, μπαμ στα παΐδια, μπαμ και μπαμ και μπαμ, μια θύελλα κι ένα χαλάζι από χτυπήματα πάνω στο αγόρι με τη μαύρη καρδιά… που δεν ήταν μόνο για την αγελάδα έτσι μαύρη και κατάμαυρη, αλλά και για τα άλλα. Για όλη του τη ζωή, για όλες του τις μέρες που είχαν φύγει μέσα από τα χέρια του σαν τον άμμο και σαν το νερό κάτω από τη γέφυρα. Για καθετί.

Μα τότε πια μπήκε η Πλατυτέρα στη μέση, ρίχνοντας στους δυο κρεμανταλάδες —που είχαν μείνει να κοιτούν τον παπά που ξυλοφόρτωνε το παιδί, με τα ματωμένα και γρατζουνισμένα χέρια τους να κρέμονται στα πλευρά τους σαν κουλά— ένα βλέμμα μοναχά, που τους έκανε να σύρουν τα πόδια τους μισό βήμα πίσω, προς το κάρο τους με τα μουλάρια. Μετά έπιασε από τον ώμο τον άντρα της, κάνοντάς τον να σταματήσει αυτοστιγμεί, λες και του ’κοψες το κεφάλι. Κι έπειτα κινήθηκε προς το μέρος του αγοριού, ψηλή και τεντωμένη μέσα στο ρούχο της σαν αγιογραφία, σήκωσε το χέρι και του άστραψε ένα χαστούκι που ακούστηκε —είναι σίγουρο— ώς πέρα στους Αγίους Πάντοτε, στέλνοντας τον Καλλίνικο, που εκείνη τον έλεγε πεισματικά Νίκο, να πέσει ξερός στο χώμα, με το κεφάλι του δίπλα στο ανοιχτό μάτι της Μαύρης που κοιτούσε στα τυφλά τον ουρανό. Μόνο τα κορίτσια δεν τον χτύπησαν τον Καλό, αν και ποιος ξέρει πόσο το λαχταρούσαν.

Κι έπειτα όλα τέλειωσαν γρήγορα-γρήγορα, μέσα σε δυο στιγμές, και οι έμποροι ανέβηκαν στο κάρο τους, έπαιξαν τη γλώσσα δυο φορές να τσιγκλήσουν τα μουλάρια τους και απομακρύνθηκαν προς τους Αγίους και προς το Βακούφι, αφήνοντας πίσω τους όλη την καταστροφή, και όλο το κακό.

Ιωάννα Γκανέτσα, Συγγραφέας