Θέλω να τρέξω κοντά σου. Έτσι, απλά, γιατί θέλω

Θέλω να τρέξω κοντά σου. Έτσι, απλά, γιατί θέλω

Όλοι μου έλεγαν ότι είναι λάθος.

Ίσως και εγώ να το πίστευα.
Ταυτόχρονα ήσουν ό,τι πιο σωστό έχω νιώσει τελευταία.
Ό,τι πιο ζωντανό, ό,τι πιο αληθινό, ό,τι πιο έντονο.
Ό,τι πιο σκοτεινό και ό,τι πιο βαθύ.

Ξαφνικά αρχίζω να ξεμουδιάζω.
Αρχίζω να νιώθω πάλι.

Αρχίζω να θυμάμαι πως είναι το άγγιγμά σου και να θυμώνω που δεν το νιώθω πια.

Σκέφτομαι πως όταν κάτι είναι τόσο αληθινό, ακόμα και μέσα στις πιο περίεργες συνθήκες, δε γίνεται απλά να χάνεται. Δε γίνεται να μη σε ξαναδώ, δε γίνεται να μη σε ξανανιώσω.
Το μικρό μυαλό μου δεν χωράει αυτή τη σκέψη, εκεί μπλοκάρει.
Εκεί χάνομαι.

Θέλω να σηκωθώ να έρθω να σε βρω. Χωρίς εξηγήσεις, χωρίς γιατί, χωρίς δικαιολογίες.
Δεν αρκεί το ότι θέλω; Δε θα έπρεπε να είναι αρκετό; Γιατί να ντύσω το μεγαλύτερο θέλω μου με επίχρυσα λόγια και δικαιολογίες; Είναι από μόνο του ντυμένο με τόσα συναισθήματα.
Θυμώνω που δε βρίσκω το θάρρος. Θυμώνω και μαζί σου που ποτέ δεν είχες το θάρρος.
Πώς γίνεται να ξεχνάς από τη μια στιγμή στην άλλη;

Το σώμα μου παγώνει μακριά από την αγκαλιά σου.
Η λογική μου τρελαίνεται χωρίς τη σκέψη σου και η ψυχή μου αιμορραγεί χωρίς το χαμόγελό σου.
Όλοι έχουν άποψη, όλοι ξέρουν κι όλοι κάτι έχουν να πουν, για μένα, για μας. Και τι ξέρουν αυτοί για σένα ή για αυτό που είχαμε;

Εδώ εμείς καλά καλά δεν μπορέσαμε να το δούμε.
Κάθε νύχτα που περνάει με γεμίζει ακόμα περισσότερο με οργή. Δεν καταλαβαίνω. Δε με νοιάζει να καταλάβω. Δε με νοιάζει ότι ανήκουμε σε άλλους κόσμους, αδιαφορώ για το τι θα γίνει αύριο.
Στο τώρα μου, εδώ και τώρα, σε θέλω, με όποιο κόστος. Μπορείς να το καταλάβεις; Η γαμημένη η αλήθεια γιατί είναι τόσο δύσκολο να ειπωθεί;

Θέλω απλά να τρέξω κοντά σου. Έτσι, απλά. Γιατί θέλω.
Χωρίς να με νοιάζει το μετά, χωρίς να βρω εξήγηση.
Ήσουν ό,τι πιο σκοτεινό, πιο κόντρα στη φύση και στην ηθική μου, πιο αντίθετο από μένα έχω συναντήσει.

Και ταυτόχρονα, υπήρξες το μεγαλύτερο σκοτάδι που αγκάλιασα, η πιο αληθινή αγκαλιά που είχα, η μεγαλύτερη ασφάλεια που ένιωθα ανάμεσα σε τόνους ανασφάλειας που μου προκαλούσες. Δε με νοιάζει τίποτα. Το μόνο που ξέρω είναι αυτό που μου προκάλεσες.
Ακόμα κι αν φέρει τυφώνες, αξίζει όλες τις δυσκολίες του κόσμου να το δοκιμάσουμε.
Τώρα που είσαι; Και κυρίως, γιατί δεν είσαι εδώ;