Εκείνες οι αγκαλιές που νιώθεις ότι ανήκεις

Εκείνες οι αγκαλιές που νιώθεις ότι ανήκεις

Εσύ μέσα στην αγκαλιά μου…

Είμαστε ξαπλωμένοι στον καναπέ του σαλονιού σου κι εσύ έχεις αφήσει το σώμα σου ελεύθερο πάνω στο δικό μου. Έχεις γείρει το κεφάλι σου πάνω στο στήθος μου στο μέρος της καρδιάς κι η ανάσα σου παίρνει ρυθμό από τους χτύπους της καρδιάς μου. Η κάθε σου ανάσα με γαργαλάει στο λαιμό και με τα ακροδάχτυλά μου μπλεγμένα στα μαλλιά σου σε χαϊδεύουν απαλά ώσπου να αποκοιμηθείς…

Σε κάθε ανάσα αφήνεσαι και περισσότερο, χαλαρώνεις το βάρος σου πάνω μου και τα κορμιά μας σμίγουν κάτω από μια αγκαλιά που μυρίζει αγάπη… Μοιάζεις με μικρό παιδί που αναζητά τη μητρική αγκαλιά, αυτή την ασφάλεια που έχασε πριν χρόνια και μάταια προσπαθεί να την αντικαταστήσει σε σχέσεις που μυρίζουν συμβιβασμό. Εδώ σ’ αυτή την αγκαλιά δε συμβιβάζεσαι, απλά χωράς μέσα της και ξαποσταίνεις, ξεχνάς κάθε τι που σε πίκρανε, εκείνα που πάγωσαν τα συναισθήματά σου. Σ’ αυτή την αγκαλιά νιώθεις ότι ανήκεις, έστω κι αν είναι για λίγο…

Τόσο αντέχεις πια την αγάπη, λίγο και μετά ξαναφοράς σαν ρούχο πολυφορεμένο και φθαρτό αυτό που έχεις ονομάσει συνήθεια και ξεμακραίνεις, χάνεσαι από τη μυρωδιά της αγάπης που σου ήταν τόσο οικεία…

Το ελεύθερο χέρι μου περιπλανιέται πάνω στην πλάτη σου, ανέμελα και τα δάχτυλά μου σου μεταφέρουν φροντίδα, χάδι, αγάπη. Στο χάδι αυτό κουρνιάζεις κάθε φορά και κάθε φορά που επιστρέφεις το αποζητάς όλο και πιο αχόρταγα. Κοιμάσαι ανέμελα και ρουφάς την αγάπη μέσα από κάθε μου άγγιγμα. Δεν την ζήτησες ποτέ, μα εγώ στην έδωσα απλόχερα, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Δεν την ζήτησες ποτέ, με λόγια πάντα με έδιωχνες και με σιωπές με έστελνες μακριά. Μα σαν κοιτούσα τα μάτια σου, αυτά με γύριζαν μονομιάς κοντά σου…

Στιγμές μετρημένες που μετρούν πια τη φθορά του χρόνου πάνω τους, που αντιστάθηκαν σε κάθε συνήθεια, σε κάθε προσδοκία, που δεν κατάφεραν ποτέ να δώσουν εξήγηση σε ένα αναπάντητο γιατί που άφησα πια πίσω μου…

Είσαι ακόμα ξαπλωμένος πάνω στο κορμί μου, ξεκουράζεις τον πόθο σου και χορταίνεις την ανάγκη σου για αγκαλιά. Με μεθάει η μυρωδιά και η αφή του κορμιού σου κι αυτές οι τρυφερές στιγμές θαρρώ πως έγιναν μόνο για μας τους δυο, για να μπορούμε να κλέβουμε λίγο από την πραγματικότητα και να ταξιδεύουμε στο όνειρο.

Τα γένια σου μου γαργαλούν το στέρνο μα είναι τόσο τρυφερό αυτό το άγγιγμα, μοιάζει παιχνιδιάρικο, αγνό. Τελικά υπήρξαμε δυο αιώνια παιδιά που λάτρεψαν αυτή την κρυφή τους σκανταλιά… για πόσο ακόμα άραγε;

Θα μπορούσα να σε κρατώ στην αγκαλιά μου όλο το βράδυ, ως το επόμενο πρωί και να σε χαϊδεύω. Να διώξω μακριά ό,τι σε πλήγωσε, ό,τι πάγωσε την καρδιά σου με κάθε άγγιγμά μου, με κάθε ανάσα μου πάνω στο πρόσωπό σου να σβήσω εκείνα που ακόμα σε παιδεύουν, εκείνα που ακόμα έχουν εμφανή τα σημάδια τους στην ψυχή σου…

Γυρνάω ανεπαίσθητα το κεφάλι μου για να ακουμπήσω με τα χείλη μου το πρόσωπό σου. Ίσα που κουνιέμαι. Δεν θέλω να σε ξυπνήσω. Είναι τόσο υπέροχο να κοιμάσαι στην αγκαλιά μου. Τα χείλη μου αγγίζουν το ένα σου μάτι και αφήνω πάνω του το γλυκό μου αποτύπωμα. Λένε πως ένα φιλί στα μάτια σημαίνει χωρισμό… μα εμείς μάτια μου είχαμε χωρίσει πριν καν βρεθούμε, πριν καν ενώσουμε τα κορμιά μας με τη σφραγίδα ενός ανεκπλήρωτου πόθου…

Στην επόμενη ανάσα σου αρχίζω να αφήνομαι κι εγώ, να απολαύσω αυτή τη στιγμή που ξέρω πως δε θα κρατήσει για πολύ ακόμα… μα ποιος νοιάζεται τώρα γι’ αυτό; Είναι από εκείνες τις φορές που νιώθω πως πετάω ανέμελα στον ουρανό, πολύ ψηλά…

Το ένα μου χέρι είναι ακόμα μπλεγμένο στα μαλλιά σου, στα μικρά μπουκλάκια που λατρεύω να χαϊδεύω όταν πυκνώνουν. Το άλλο μου χέρι σταμάτησε στην πλάτη σου πάνω από το μέρος της καρδιάς. Νιώθω με την αφή μου τον χτύπο της κι αφήνομαι να με νανουρίσει. Εσύ κι εγώ, η αγκαλιά μας, ο χτύπος  της καρδιάς, η στιγμή μας, εκείνη που πάντα κρατάει λίγο, η στιγμή που δε χόρτασα ποτέ…

Εσύ μέσα στην αγκαλιά μου…