Τον πόνο ποιος έρωτας μπορεί να τον λυγίσει;

Τον πόνο ποιος έρωτας μπορεί να το λυγίσει;

Μια επίπλαστη αρτηρία και μέσα της η τρεχούμενη ζωή,
να ποτίζει τις στέρφες και άνυδρες μοναξιές, κάθε αδάμαστης καρδιάς.

Και η υποταγή στον έρωτα, ένας κορμός με δαιδαλώδη κλαδιά,
που υφαίνουν τον αόρατο και αδιάλειπτο ιστό τους
και αιχμαλωτίζουν  τη στιγμή, στην απροσδιοριστία του χρόνου.

Μια καρδιά που κλονίζεται και απροστάτευτη αφήνεται στον ατομικό της αναστεναγμό.

Εγκαταλείπεται να χτυπά αγόγγυστα και να λησμονεί κάθε πρότερο της χτύπο,
για χάρη ενός επόμενου, πιότερο λυτρωτικού.

Και όσο ο παλμός αντανακλάται ως ευτυχία,
μέσα από σωματικές χοάνες και συμβιβασμένες κοιλότητες,
κανείς δεν συνειδητοποιεί την καταπιεστική του φύση.

Μα αν ο παλμός συνευρεθεί με την θλίψη, συνουσιαστεί με την εγκατάλειψη
και αποδομήσει το προκατασκευασμένο όνειρο,
τότε το κύημα είναι ο αδυσώπητος, ο έμμονος και ακροσφαλής πόνος.

Και αν ο έρωτας, λυγίζει από τον πόνο,
τον πόνο, ποιος έρωτας μπορεί αλήθεια να τον λυγίσει;

Ίσως εκείνος που αναγεννάται, για την ίδια τη ζωή.
Ο αδιάλειπτος, ο ταπεινός, ο αυθύπαρκτος και ο άρχων.