Έσυρε τα πόδια ράθυμα από τον καναπέ στην κουζίνα και έπιασε ένα ψηλό ποτήρι κρασιού -από εκείνα που τα προηγούμενα χρόνια γυάλιζε λίγο πριν τα γιορτινά τραπέζια. Το γέμισε με κόκκινο κρασί μέχρι τη μέση. «Μπρούσκο» της είπε να δοκιμάσει, «μαζί με λίγο καπνιστό τυρί».
Διόρθωσε τα μαλλιά της καθώς πέρασε από τον καθρέφτη και ίσιωσε τη χνουδωτή της ρόμπα. Είχε γίνει δεύτερο δέρμα της, από τότε που ξεκίνησαν τα κρύα του Δεκέμβρη. Τζάκι δεν είχε για να ταξιδέψει στις φλόγες του. Ούτε έρωτα να φλογίσει την καρδιά της. Μόνη περιφερόταν στα δωμάτια του σπιτιού και συνομιλούσε με τη σιωπή.
Ούτε ο ήχος των εφαρμογών τής έκανε το χατίρι. Τίποτα δεν έσπαγε την άηχη μιζέρια της απομόνωσης. «Δουλειά από το σπίτι» της είπαν κι ένα μήνα τώρα δεν είχε βγει ούτε ως το σούπερ μάρκετ. Άλλος έφερνε τα ψώνια. Χτυπούσε το κουδούνι, άφηνε τα πράγματα και έφευγε. Μαθημένος κι αυτός.
«Η κυρία της μονοκατοικίας είναι κάπως περίεργη», μουρμούρισε στους συναδέλφους του τις προάλλες.
«Έχει στολίσει μέχρι και τις πέτρες του κήπου και ένα χαμόγελο δεν έχει σκάσει κάτω από τη μάσκα της».
Πού να το βρει το χαμόγελο; Η ευτυχία το φέρνει. Ή ο Άγιος Βασίλης. Έχει από χρόνια πεισθεί πως δεν υπάρχει κανείς τους. Μόνο με στιγμές την ξεγελούσαν πάντα και οι δύο. Σαν εραστές, η Ευτυχία και ο Άγιος Βασίλης, συναντιούνται κάθε τέλος του χρόνου. Τι κάνουν άραγε τον υπόλοιπο καιρό; Πώς ζουν χώρια; Και κυρίως, πώς αντέχουν;
Εκείνη πάντα βιαζόταν να φτάσει. Στον έρωτα, την ευτυχία, τον προορισμό. «Το πραγματικό ταξίδι ξεκινά από εκεί και έπειτα» έλεγε. Μετά την επιθυμία, μετά την ανάγκη. Αυτό που κάνεις μετά τη γέννηση μετρά. Πιο πριν απλώς περιμένεις. Μετά προσπαθείς. Μετά ζεις. Και μετά πληγώνεσαι. Και πάλι από την αρχή.
Κάθε χρόνο, κρεμούσε πάντα γκι στην είσοδο του σπιτιού της. Οι φίλοι της την πείραζαν, οι εραστές της τη φιλούσαν κι όταν οι γιορτές περνούσαν, το γκι έμπαινε σε ένα κουτί που φυλούσε στο πατάρι. Έδενε σε σπάγκο μια μικρή ετικέτα για να θυμάται και τη χρονιά. Κάθε γκι κουβαλούσε τα δικά του χαμόγελα και αντίο.
Το κινητό αναβόσβησε. Ώρες είχε. Μπορεί και μέρες. Μια απάντηση που άργησε να έρθει. Είχε ήδη πιει το κρασί. Είχε ήδη φάει το τυρί. Μόνη. Προσπέρασε το αργοπορημένο ενδιαφέρον της οθόνης και κοίταξε προς την πόρτα. Ζωντανές επιθυμίες στην αναμονή. Μια πόρτα να ανοίξει, δυο άνθρωποι να αγαπηθούν.
Είχε κρεμάσει και το γκι. Τι θα έκανε με αυτό; Δεν έμπαινε ούτε στις φακές. Μόνο στις καρδιές. Κι αυτές είχαν προ πολλού μπει σε απόσταση.