Όλες οι χαμένες αγκαλιές

Όλες οι χαμένες αγκαλιές

Η πανδημία του COVID19 δεν έφερε αλλαγές μόνο στον τρόπο που αντιδράμε σε εξωτερικό περιβάλλον, στις δοσοληψίες, τις κοινωνικές συναναστροφές ή τις συναντήσεις μας, αλλά πολύ περισσότερο στον εσωτερικό μας κόσμο, στο μέσα μας: σε  αυτό που είναι φτιαγμένο από ανάγκες, ένστικτα, συναισθήματα και επιθυμίες. 

Ο μεγάλος χαμένος της κρίσης που ακολούθησε την πανδημία ήταν οι διαπροσωπικές μας σχέσεις, με συνεπακόλουθα θύματα το φλερτ, τον έρωτα και φυσικά τη σωματική επαφή. 

Για τους μοναχικούς ανθρώπους, η πανδημία αποδείχτηκε σαρωτική καθώς τους στέρησε οποιαδήποτε ευκαιρία για να γνωρίσουν άτομα από κοντά, να βγουν ραντεβού ή να κάνουν σεξ.  Πολλά ζευγάρια επίσης ζορίστηκαν κλεισμένα με τις ώρες ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους, κοιτώντας στα μάτια όλα τα πιθανά προβλήματα μιας σχέσης, στερημένα από τη δυνατότητα να ακολουθήσουν αγαπημένες συνήθειες, όπως μία έξοδο με φίλους ή ένα δείπνο στο αγαπημένο τους εστιατόριο, συνήθειες που ενισχύουν ένα δεσμό και προσφέρουν ψυχική αποφόρτιση.  Άλλες σχέσεις στο ξεκίνημά τους ή από απόσταση, δοκιμάστηκαν από τις απαγορεύσεις μετακίνησης και από την συρρίκνωση των επιλογών μας. 

Το παρατεταμένο lockdown σημαίνει ότι όλοι μας είμαστε αναγκασμένοι, όχι απλά να υπομείνουμε, αλλά πολύ περισσότερο να προσαρμοστούμε σε νέα δεδομένα προκειμένου να διατηρήσουμε την ψυχική μας ισορροπία.  Μια συνέχιση απαγορεύσεων μάλιστα απειλεί να αλλάξει ριζικά τον τρόπο που συνδεόμαστε μεταξύ μας.

Η αλήθεια είναι ότι, σε μια τόσο ρευστή σε αλλαγές εποχή, είναι δύσκολο να κατηγοριοποιήσουμε τις επιπτώσεις του κορωνοϊού στην ψυχολογική μας υγεία, σημαντικό κομμάτι της οποίας αποτελούν η συναισθηματική ανάπτυξη και η διατήρηση υγιών σχέσεων.  Ωστόσο, έχει ήδη αρχίσει να διαφαίνεται μια τάση θλίψης για όλες τις χαμένες στιγμές μεταξύ μας, στιγμές που δεν ξαναγυρίζουν για όλους: διαφορετικές ηλικίες επηρεάζονται με διαφορετικό τρόπο από την πανδημία.  Ένα παράδειγμα είναι οι έφηβοι ή τα άτομα που βρίσκονται στην πρώτη νεότητα, τα οποία δυσκολεύονται να συνδεθούν ή έχουν ως μόνη εναλλακτική την οθόνη και το διαδικτυακό φλερτ - μια συνθήκη που φτιάχνει ένα κόσμο αποστείρωσης, περιορισμένων εμπειριών, φόβου και μη εξοικείωσης με τις διαδικασίες ή τις δεξιότητες που μας φέρνουν πιο κοντά. 

Ερωτευόμαστε από το πληκτρολόγιο, εκφραζόμαστε σεξουαλικά μέσα από μικρόφωνα, περιμένουμε από μια οθόνη να υποκαταστήσει την αφή, φανταζόμαστε τις υπόλοιπες αισθήσεις, την γεύση ή την μυρωδιά του άλλου.  Ζούμε μέσα στο μυαλό μας για τη στιγμή που θα μπορέσουμε να ζήσουμε μια εμπειρία αληθινά, ρεαλιστικά, από την αρχή μέχρι το τέλος.  Παραμένουμε μόνοι, εκεί που πολλοί θα ήθελαν να ζευγαρώσουν.  Από την άλλη, σταματάμε να προσκαλούμε με το βλέμμα και με τον λόγο, αναβάλλουμε, παραδιδόμαστε στον φόβο και το άγχος, αποχαιρετάμε ευκαιρίες, αφήνουμε το μυαλό να ξεχάσει μήπως ξεχαστεί από την αγωνία της νόσου.

Μία από τις μεγαλύτερες απώλειες της εποχής είναι η σημειολογία του dating. Από την αγωνία των πρώτων λέξεων μέχρι το καρδιοχτύπι του πρώτου ραντεβού, το αργό τράβελινγκ του βλέμματος πάνω στη ζωή, ο χρόνος που μετράει σε καρδιοχτύπια, όλα έγιναν εικονικά και μονοδιάστατα.  Κι όμως, πρόκειται για μια νέα κανονικότητα μέσα στην οποία παλεύουμε για νόημα, συγγράφοντας ταυτόχρονα ένα σιωπηλό, συλλογικό αφήγημα απουσίας. 

Ο έρωτας στα χρόνια του κορωνοϊού φαντάζει διαφορετικός από αυτό που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα.  Από την άλλη, αρκετοί περιγράφουν την αναμονή, τις ώρες που περνάς συνομιλώντας με τον άνθρωπο που σε ενδιαφέρει σε κάποιο chat και τον χρόνο που σου δίνεται για να αποφασίσεις αν ο άλλος πραγματικά σε ενδιαφέρει, με μυθιστορηματικούς όρους, σαν αυτούς που χρησιμοποιούσε στα βιβλία της η Jane Austen. Μήπως καλούμαστε να ξανα-αγαπήσουμε τη βραδύτητα; Και μήπως, τραβώντας μακριά την προσοχή από την επιτηδευμένη εμφάνιση των δια ζώσης ραντεβού, την αμηχανία του ζωντανού διαλόγου, τα ερωτηματικά του ποιο θα είναι το επόμενο θέμα συζήτησης, ποιος θα πληρώσει τα ποτά και τι θα γίνει μετά, στρέφουμε την προσοχή μας στην ουσία του τι πραγματικά έχει σημασία σε μια σχέση: στην επικοινωνία χωρίς φιοριτούρες, στην ειλικρίνεια της θέσης στην οποία βρισκόμαστε; Με το σεξ να απουσιάζει ως προοπτική και τα χρήματα να μην παίζουν απολύτως καμία σημασία, ίσως καταφέρουμε να κάνουμε περισσότερες από καρδιάς συζητήσεις, πιο κοντά στον πυρήνα αυτού που είμαστε και που επιθυμούμε να γίνουμε όταν όλη αυτή η περιπέτεια τελειώσει.

Οι παραπάνω προβληματισμοί είναι μόνο ένα μικρό κομμάτι των σκέψεων που γέννησε η κρίση του κορωνοϊού, μια κρίση ταυτότητας και νοήματος που διαμορφώνεται από απόσταση με τους άλλους.  Κάποιοι το βλέπουν ως διάλειμμα, κάποιοι ως ενδιάμεσο χώρο και άλλοι ως μη αναστρέψιμη, χαμένη ζωή. Σχεδόν όλοι όμως συμφωνούμε σε ένα πράγμα, στη βασίλισσα της ζεστασιάς και της οικειότητας: την αγκαλιά.  Αυτή που θα κάνουμε πρώτη μετά τον εφιάλτη, αυτή στην οποία θα κλείσουμε τον κόσμο (μας), αυτή που αποτελεί σπιτικό, καταφύγιο και κοινό τόπο.  Και με κάποιο τρόπο, φέτος, ο έρωτας ξαναγίνεται εφηβικός, ντροπαλός, συνεσταλμένος, αμήχανος αφού η αγκαλιά που φαντασιωνόμαστε παύει να σηματοδοτεί την αρχή και καταλήγει να συμβολίζει το όλον.    

Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Ψυχολόγος, συνιδρύτρια της Κοιν.Σ.Επ The Healing Tree για την Ψυχική Υγεία.