Κουράστηκα να σκοντάφτω στο άκαμπτο «εγώ» σου

Κουράστηκα να σκοντάφτω στο άκαμπτο «εγώ» σου

Η αλήθεια είναι πώς κουράστηκα να κοιτάζω αμήχανα στον καθρέφτη ζητώντας απαντήσεις που ξέρω πως δεν θα πάρω ποτέ!

Άλλωστε τι μπορούν να μου πουν δυο παγωμένα  είδωλα που φιγουράρουν αγκαλιά σε μια φωτογραφία;

Δεν ξέρω μέχρι πότε θα νιώθω την απόγνωση ότι είσαι το κομμάτι που λείπει και που με κάνει ανεπαρκή και ημιτελή...

Δεν ξέρω μέχρι πότε τα βήματά μου θα σ' ακολουθούν...

Αναρωτιέμαι μέχρι πότε θα έχεις τόση επιρροή πάνω μου που θα με κρατά στάσιμη σε μια κατάσταση που δεν μπορώ πια να διαχειριστώ.

Δεν ξέρω μέχρι πότε θα παλεύω να συγχωρήσω ότι έβγαλες στο σφυρί τα συναισθήματά μου και τα ξεπούλησες σαν να μην είχαν καμιά αξία για σένα...

Μέχρι πότε θα αντέχω να ακροβατώ στο τεντωμένο σχοινί του «εγώ» σου που εκμηδενίζει το δικό μου.

Μέχρι πότε θα ακυρώνω εμένα και θα δίνω άλλοθι σ εσένα, επιμένοντας να είμαι πιόνι μιας οδυνηρής πραγματικότητας που εσύ επέβαλες στις ζωές μας...

Πάντα ανάθεμά με αναζητούσα να βρω τα θετικά σου να πιαστώ και πάντα σκόνταφτα στο άκαμπτο «εγώ» σου, που όταν σε κυρίευε κατέστρεφε ότι όμορφο είχαμε ζήσει.

Προσπαθώ να καταλάβω... Να αποδώσω έντιμα τις ευθύνες, να μοιράσω δίκαια τα λάθη, να εξηγήσω λογικά τις συμπεριφορές, να ζωντανέψω νοερά τις μνήμες,  να αναστήσω συναισθήματα σε καταστολή ή μήπως θάνατο; Ούτε που ξέρω πια, μα πάντα σκοντάφτω...

Κουράστηκα  να μετράω ήττες, απώλειες, απογοητεύσεις και πίκρες και να ψάχνω απαντήσεις που δεν τις βρίσκω πουθενά... 

Μου αξίζει να προχωρήσω! Να βρω τον εαυτό που έχασα, προσπαθώντας να βρω εσένα...

Είναι αμέτρητα τα αναπάντητα «γιατί» που στοιχειώνουν τον ύπνο μου και με μετατρέπουν σ' ένα φάντασμα του εαυτού μου...Γιατί δεν πίστεψες σ’ εμάς; Γιατί δεν πάλεψες να μας κρατήσεις στη σκηνή;  Γιατί  καταδίκασες τα όνειρά μας σ’ έναν τόσο οδυνηρό κι αργό θάνατο;

Γιατί σκοτείνιασες τον ουρανό μας; Γιατί ψαλίδισες τα φτερά της αγάπης που ορκιζόσουν ότι ήταν ότι καλύτερο στη ζωή  σου; Γιατί με πρόδωσες; Γιατί; Γιατί; Πώς το σήκωσαν οι πλάτες σου αυτό το βάρος; 

Το ίδιο έργο κάθε βράδυ, το ίδιο κενό γελάκι στον καθρέφτη κάθε πρωί, που με κοιτά ειρωνικά υπενθυμίζοντάς μου με τον πιο σκληρό τρόπο πως από πρωταγωνιστές γίναμε κομπάρσοι σε μια ζωή που μας κατάπιε χωρίς κανέναν οίκτο…

Μια ακόμη χαμένη παρτίδα και για τους δυο…

Λυπάμαι, μα απόψε θα σπάσω τον καθρέφτη και θα διαλύσω  τα είδωλά μας.

Φτάνει όσο πάλεψα να μας κρατήσω «ζωντανούς»…

Θέλω να προχωρήσω και να σ’ αφήσω πίσω και δεν λυπάμαι πια καθόλου γι’ αυτό!