Μπροστά στο τέλος της σχέσης

Μπροστά στο τέλος της σχέσης

«Τα χέρια που μας άγγιξαν δεν μας ανήκουν» ( Γιώργος Σεφέρης)

Βγήκαν δύσθυμοι από το μπαρ κι άρχισαν να βαδίζουν. Στον παγωμένο δρόμο ούτε ψυχή. Ακούγονταν μονάχα τα βήματά τους. Είχαν πιεί αμίλητοι το κρασί τους, εκείνος ασχολιόταν με το κινητό του. Πάλι καυγάδισαν για ασήμαντη αφορμή. Η γλώσσα του σώματος έλεγε πως η σχέση τους περνούσε μια δύσκολη φάση. Της μίλησε άσχημα, υποτιμητικά. Ύψωσε κι εκείνη τον τόνο της φωνής, όπως το συνήθιζε. Όμως τι ήταν αυτό που της είπε στο τέλος; «Χρειάζομαι χώρο και χρόνο». «Τι σημαίνει αυτό;», τον ρώτησε. Δεν πήρε απάντηση. Προχωρούσαν παράταιρα στον άδειο δρόμο. Εκείνος μπροστά, με νευρικό βήμα, όπως πάντα. Αυτή ακολουθούσε χωρίς ενέργεια. Ένιωθε την καρδιά της να χτυπά άταχτα. Μια βαθιά θλίψη πότιζε τα κύτταρά της. Υγρασία και σκοτάδι.

 Αμίλητοι επέστρεψαν, ο καθένας κρυμμένος μέσα στις δικές του σκέψεις. Εδώ και χρόνια, ήταν παράξενα συνένοχοι μέσα στην κοινή ζωή τους. Κρέμασε το πανωφόρι της στον καλόγερο μ’ έναν κόμπο στο λαιμό. Μια πέτρα θαρρείς της πλάκωνε το στήθος. Θα θελε να του πει: «Αχ βρε καλέ μου. Αυτά που μας κρατούν ενωμένους είναι ισχυρότερα από εκείνα που μας χωρίζουν. Όσο μεγαλώνουμε, ο καθένας χρειάζεται το χώρο και το χρόνο του. Όμως μωρέ αγαπιόμαστε. Τι σου συμβαίνει κι είσαι τόσο απόμακρος;». Οι λέξεις δεν έβγαιναν απ’το λαρύγγι της. Εκείνος κοντοστάθηκε, δεν έβγαλε το παλτό. Απόφυγε να την κοιτάξει. «Φεύγω. Θέλω να μείνω μόνος. Απόψε θα κοιμηθώ στο κτήμα… μετά θα δούμε». Άκουσε τη σβησμένη της φωνή να λέει: « Μη φεύγεις νυχτιάτικα. Αύριο αποφασίζεις». «Καληνύχτα». 

Έτσι απλά, έκλεισε την εξώπορτα κι έφυγε. Φαίνεται πως το σκεφτόταν από καιρό. Ήταν αποφασισμένος. Απόμεινε μουδιασμένη. Σαν να είχε πέσει σ’ έναν παγωμένο χείμαρρο. Παγωμένη και η ψυχή της. Το σπίτι εξακολουθούσε να μυρίζει την ίδια παράξενη συνενοχή που καλύπτει τα μικρά πράγματα που μοιραζόταν στην κοινή τους ζωή. Γράφτηκαν οι τίτλοι του τέλους; Οριστικά;». Τράβηξε την κουρτίνα. Ο ουρανός σκοτεινός, τα αστέρια κρυμμένα.

Η σκέψη της σταματημένη στα γεγονότα: « Είχαμε ανάγκη ο ένας τον άλλο; Ή εδώ και χρόνια επρόκειτο για μια απεγνωσμένη παραδοχή; Ένα δεδομένο. Ωστόσο, ο γάμος μας είχε γίνει το πιο μοναχικό μέρος του κόσμου. Υπήρχε δέσιμο, τρυφερότητα ανάμεσά μας;». Η νύχτα φαινόταν δύσκολη. « Πρόβα μοναξιάς;» Από το τζάμι του παραθύρου, όλο το σκοτάδι του κόσμου έμπαινε στην κάμαρη. Η μνήμη της έκανε αυτόματα ανάκληση στα γεγονότα των τελευταίων ημερών. Έφτιαξε τσάι και κρατώντας την κούπα που άχνιζε αναρωτήθηκε: «Μήπως έπρεπε να το περιμένω; Τον τελευταίο καιρό η συμπεριφορά του άλλαξε. Σίγουρα φταίνε τα ζόρια που περνάμε. Ζόρια που μας φέρνουν σε ένταση. Εγώ φταίω που βασανίζομαι τόσο πολύ για όλα; Έψαχνε διέξοδο γιατί πνιγόταν; Τα μηνύματα στο κινητό του σίγουρα σχετίζονται. Δεν θα ρωτούσα ποτέ. Από αξιοπρέπεια, εγωισμό ή μήπως φόβο;»

Σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει νευρικά. Τα δάκρυα πετρωμένα. Ο καθρέφτης της, έδειξε μια ώριμη γυναίκα με τραβηγμένα χαρακτηριστικά. «Υπάρχει ερωμένη;». Το ερώτημα της προκαλεί αφόρητο πόνο. Θα το μάθαινε σύντομα. Τώρα. σκέψεις μπερδεμένες κουβαλούσαν η μία την άλλη. Υπήρχαν πολλά σημεία/προπομποί μιας καταιγίδας που ερχόταν. Εθελοτυφλούσε μέσα στο σαράκι μιας σύμβασης. Ζούσε την καθημερινότητά της μέσα από τις ζωές των αγαπημένων της προσώπων. Είχε βάλει πίσω το εγώ της και αφοσιώθηκε. Τώρα βρισκόταν μπροστά στο τέλος της σχέσης, στον πόνο της απώλειας, στο «πένθος» που θα βιώσει. «Γερνάω…», ψιθύρισε.

 Είναι οι μνήμες που καθορίζουν τις συμπεριφορές μας; Είναι τα τραύματα που όσο κι αν έχουν επουλωθεί, εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα στο χρόνο; Διαισθανόταν πως έφτασε η ώρα να αξιολογήσει μια ζωή. Να ξετυλίξει το νήμα της ζωής της και να κλείσει παλιούς λογαριασμούς. Να βυθιστεί στα σκοτάδια του πόνου. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για να πλησιάσει τον πυρήνα της. Να γίνει αυτό που πραγματικά είναι μέσα από τις νίκες και τις ήττες της, τα σωστά και τα λάθη, τις παρουσίες και τις απουσίες της. « Το κενό που υπάρχει γύρω μου, είναι απύθμενο. Όμως είμαι ακόμα ζωντανή», σκέφτηκε. Το ροζ τριαντάφυλλο, στο βάζο, ήταν σαν να της ψιθύρισε: «Μην ψάχνεις αλλού την αγάπη, μέσα σου ψάξε και βρες τα τείχη που έχτισες για να την κλείσεις έξω».

Βάσω Σίδη – 9 Γυναίκες [απόσπασμα] για το E woman.