Το Πάσχα των Ελλήνων

easter

Βγήκα στην αγορά να ψωνίσω εν όψει του Πάσχα, αν μας κάνει την τιμή και φθάσει εν μέσω λιακάδας και όχι βροχής, θα φορέσω το συνολάκι που πήρα. Αλλιώς, όπως τις περισσότερες φορές που θυμάμαι τη Μ. Παρασκευή και το Μ. Σάββατο θα καταλήξω με παλτό ή μπουφάν στην καλύτερη περίπτωση. Γιατί τα ανοιξιάτικα βράδια της Μεγάλης Εβδομάδας πάντα κάνει κρύο, πάντα φυσάει, ίσα για να σβήνουν τα κεριά.

Οι βιτρίνες ήταν στολισμένες με όλα εκείνα τα κουνελάκια και τα κοτοπουλάκια , με λαμπάδες που απο πάνω τους κρέμονταν ό,τι μπορείς να φανταστείς , μπαλαρίνες, μικροί πρίγκιπες, πεταλούδες, αυτοκινητάκια, με χειροποίητες ζωγραφιές και περίτεχνα δεσίματα.

Η χαρά του νονού , αν δεν έχει πάρει παραγγελιά από το βαφτιστήρι για λαμπάδα με ενσωματωμένο παιχνίδι, από αυτές που στο τέλος μένει ένα σκέτο, άχαρο κερί για να πάρει ο μπόμπιρας στην εκκλησία. Εγώ σαν νονά πάντως ποτέ δεν υπέκυψα στον πειρασμό να αγοράσω απο γιγαντοκατάστημα παιχνιδιών . Ίσως γιατί η θύμιση από τίς δικές μου, μετρημένες στα δάχτυλα επισκέψεις της νονάς είχαν τεράστια σημασία.

Είχαν προσμονή, ανυπομονησία και ανείπωτη χαρά όταν άνοιγα τα πακέτα. Τα κόκκινα λουστρίνια μια χρονιά τα φόρεσα και κοιμήθηκα με αυτά, το μεγάλο χάρτινο αυγό , το ντυμένο με ύφασμα χωριζόταν στη μέση και μέσα ανακάλυπτα τα χρωματιστά κουφετάκια και εκείνο τα μικρό κίτρινο κοτοπουλάκι που το στόλιζα στο μαξιλάρι
μου. Και η λαμπάδα , πάντα ροζ, με σατέν κορδέλα που η μητέρα μου κρατούσε για να μου στολίσει με τεράστιους φιόγκους τα κοτσιδάκια μου. Κι εκείνη η μυρωδιά του πάνινο τριαντάφυλλου, σαν καμμένη ζάχαρη, ήταν αληθινή ή της φαντασίας μου...

Οι μυρωδιές , όλες οι μέρες εκείνες είχαν μυρωδιές..Δικές τους, ξεχωριστές , μοναδικά Πασχαλινές. Τα νηστίσιμα φαγητά της μεγάλης Εβδομάδας, ο αρακάς με τις αγκινάρες, οι πατάτες γιαχνί, η ανήλαδη ντοματόσουπα της Μ.Παρασκευής. Η γαργαλιστική ευωδιά από το μαχλέπι στα τσουρέκια που φούσκωναν σε μια ζεστή γωνιά,σκεπασμένα με ένα παντελόνι του πατέρα μου πρώτα και μετά με κουβέρτα. Πέρασαν χρόνια για να συνδέσω στο μυαλό μου τη σημασία του ανδρικού ρούχου στην επιτυχία της ανεβασμένης ζύμης.

Ο πειρασμός της βανίλιας από τα σμυρνέικα κουλουράκια που κουβαλούσαμε στη μαύρη λαμαρίνα του γειτονικού φούρνου με τον αδελφό μου, ήταν ανίκητος, Γιατί πάντα μπουκώναμε ένα δυό πριν τα πάμε σπίτι παρα τις απειλές της μάνας μου ότι τα είχε μετρημένα. Γιατί τότε νήστευαν και τα παιδιά, η δική μας μητέρα έδειχνε επιείκεια τουλάχιστον μέχρι να κοινωνήσουμε τη Μ. Πέμπτη. Τη Μ.Τετάρτη βράδυ παίρναμε συγχώρεση από παππού και γιαγιά για τα μεγάλα μας κρίματα, πρωί πρωί τρέχαμε για τη μεταλαβιά και μετά πέφταμε με τα μούτρα στο γάλα με τα τσουρέκια και τα κουλουράκια , μέχρι σκασμού.

Όλα αυτά τυλιγμένα με τις ευωδιές της Πασχαλιάς , της βιολέτας , του μοσχομπίζελου και του τριαντάφυλλου στο βάζο της τραπεζαρίας. Που την Κυριακή τις σκέπαζε και τις εξαφάνιζε η τσίκνα από το σουβλιστό αρνί και το κοκορέτσι που μαζί με τα δημοτικά τραγούδια στο κασετόφωνο, με ξυπνούσαν για να πάω κι εγώ να βοηθήσω για το καλό.

Αυτά γίνονταν σε μια γειτονιά των βορείων προαστίων με όλο το τελετουργικό που έφεραν μαζί τους και κρατούσαν πιστά και ευλαβικά οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, κι όχι σε κάποιο μακρινό χωριό της επαρχίας.

Ακόμα κι αν ακούγομαι γραφική και νοσταλγική ,εύχομαι στον καθένα απο μας , τούτες οι μέρες να μας φέρουν πιο κοντα στους δικούς μας ανθρώπους , στά έθιμα της Χριστιανοσύνης , στη γιορτή της Ανάστασης , της αγάπης , της δεύτερης ευκαιρίας, της αθωότητας...