Εκλογές: Ο Θεός να μας φυλάει από τους Σωτήρες μας

Ο Θεός να μας φυλάει από τους Σωτήρες μας

Σε λίγες μέρες ο κάθε Έλληνας που σέβεται τον εαυτό του και την ιστορία του − λέμε τώρα− θα πάει να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα.

Θεωρητικά έχει την απόλυτη ελευθερία βούλησης να επιλέξει την πολιτική παράταξη που τον εκπροσωπεί, με γνώμονα το καλό του τόπου και του λαού −ας γελάσω− με παραθαλάσσια πλατς πλατς και ας παρακάμψουμε τον σκόπελο τούτο. 

Τα κριτήρια είναι απλά, για να τελειώνουμε: τι μου δίνεις να σου δώσω.

Βάζεις το γιο μου στο δημόσιο; Πάρε 10 ψηφαλάκια.
Βάζεις την κόρη μου σε ΜΚΟ; Πάρε 20 ψηφαλάκια.
Βάζεις το αυθαίρετό μου στο σχέδιο; Πάρε 30 ψηφαλάκια γιατί έχω μεγάλο σόι.

Και πάει λέγοντας. Αυτό γινόταν «εξ απ’ ανέκαθεν» και δεν πρόκειται να αλλάξει!

Όμως, μέρες που έρχονται δεν μπορώ να μην παραδεχτώ ότι οι εκλογές και το περιρρέον κλίμα έχει ξεφτίσει, έχει παραγίνει Σουηδικό βρε αδερφέ και ξενερώνω.

Πού είναι εκείνες οι μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις που τρέχαμε οικογενειακώς με τα πούλμαν σαν θεατρόφιλοι της Ντενίση να συμπαρασταθούμε, να φωνάξουμε μέχρι φαρυγγίτιδας εκείνα τα υπέροχα συνθήματα.

ΕΜΠΡΟΣ ΣΤΟΝ ΕΤΣΙ ΠΟΥ ΧΑΡΑΞΕ Ο ΤΕΤΟΙΟΣ!

ΤΟ ΧΑΣΟΚ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ ΔΥΝΩΜΕΝΟ ΕΝΑΤΟ!

Να γεμίσουμε τους δρόμους με σημαίες από νάιλον, που λέει κι ο Νιόνιος, να μεθύσουμε από τα λόγια του ηγέτη πάνω στο μπαλκόνι, να τσαλαπατήσουμε πάνω σε φέιγ βολάν και αφίσες και να έρχονται το πρωί οι μπουλντόζες του δήμου να καθαρίσουν την κόπρο του Αυγεία!

Και τώρα που είπα αφίσες! Τι μάχες δίνονταν κάθε βράδυ σε σοκάκια και γειτονιές για το ποια φάτσα υποψηφίου θα επικρατήσει. Κόλλαγαν οι Πράσινοι, ξανακόλλαγαν από πάνω οι Βένετοι και αντιστρόφως.

Κατέβαιναν τα παπάκια με κουβάδες και κόλλες και χάραζαν τα σύνορα της επικράτειας . Και ξύλο, το ξύλο της αρκούδας αν βρισκόταν σε λάθος περιοχή κάποιος από την αντίπαλη παράταξη. Ωραία χρόνια, γεμάτα πάθος, μπουνίδια, κλωτσίδια και κηδείες.

Μπαρντόν, πώς είπατε; Τι κηδείες;

Ολόκληρο φέρετρο κουβαλήσανε οι νικητές στην πλάτη τους με τη χαμένη παράταξη, Κηδεία με τα όλα της με κηδειόχαρτα, κόλλυβα, σταυρούς, στέφανα, χήρα και τεθλιμμένους συγγενείς.

Πανωλεθρίαμβος!

Θα ξεχάσω εγώ που είχε βγει έξω η γιαγιά μου και σταυροκοπιόταν και δώσ’ του τα «Θεός σχωρέστον» και τα «ζωή σε λόγου σας». 

«Ποιος πέθανε παιδάκι μου;»
«Ένας από αλλού δεν τον ξέρεις».
«Η γιαγιά, που κάθε 4 χρόνια γινόταν το μήλον της Έριδος ανάμεσα στα παιδιά της».
«Μάνα, σου ετοίμασα το ψηφοδέλτιο αυτό με το φεγγάρι, σου έβαλα και σταυρούς, την ξεμονάχιαζε ο θείος Τάκης».
«Ναι παιδάκι μου» η γιαγιά.
«Μην τυχόν και σε ψήσει ο Τάκης» της έλεγε ο πατέρας μου, «αυτό με τη λαμπάδα να ρίξεις».
«Μείνε ήσυχος γιε μου» η γιαγιά.

Και  μια Κυριακή που γύρισε από το εκλογικό κέντρο και τη βοήθησα να βγάλει το πανωφόρι της, έπεσαν κάτω και τα φεγγάρια και οι λαμπάδες.

Και πριν προλάβω να τη ρωτήσω, μου είπε με συνωμοτικό ύφος.
«Άστους να νομίζουν ότι με κουμαντάρουν κι εγώ θα ρίχνω αυτό που θέλω». «Και τι θέλεις γιαγιά;»
«Έννοια σου κι εγώ δεν ξεχνάω για ποιους σκοτώθηκε ο παππούς σου...»

Και δεν ξέρω τελικά αν έχουν δίκιο αυτοί που φωνάζουν «κλειδώστε τους γέρους στα σπίτια την Κυριακή». Αυτό που σίγουρα κατάλαβα ήταν ότι η δικιά μου γιαγιά θα έβρισκε σίγουρα τον τρόπο και το δρόμο για την κάλπη!

Καλό  βόλι αδέρφια κι ο Θεός να μας φυλάει από τους Σωτήρες μας...