Δε σε νοιάζει πού σε πάει, φτάνει εκεί ν' αγαπηθείς!

Δε σε νοιάζει που σε πάει, φτάνει εκεί ν' αγαπηθείς! (pixabay)

Ο ουρανός στέκει όπως συνήθως σκοτεινός.
Μετέχει, δε μετέχει, ποτέ σου δεν κατάλαβες.
Σκόρπιες λέξεις τρέχουν κυνηγημένες μέσα σου γεμάτες εικόνες, αρώματα και μελωδίες από ένα παραμύθι που μόλις τελείωσε.

Τίποτα δεν έχει νόημα πια!
Κλειδώθηκαν οι στιγμές. Φυγαδεύτηκε το όνειρο. Κουράστηκε η αγάπη να στέκει μπροστά σ’ ένα παράθυρο αμετακίνητο, με μόνη θέα νύχτα-μέρα την ανυπόφορη αντηλιά της αδιαφορίας. Το κλάμα έπαψε να ‘ναι λύτρωση. Η θλίψη, δεν κάνει ούτε εκείνη φασαρία πλέον. Το θράσος βουβό, κάνει κι αυτό πως κοιτάζει αλλού.
Δεν μπορείς και δε θέλεις να μείνεις άλλο εδώ.

Σα να ξύπνησες από ένα ασυνήθιστο όνειρο, σαν ξαφνικά να έχεις βγάλει φτερά, ανοίγεις αποφασισμένη τη βαλίτσα στοιβάζοντας όπως, όπως το χρόνο, τον πόνο, τη λάθος διαδρομή.  Αφήνεις πίσω σου το λιγοστό άρωμα της μνήμης χυμένο στην τελευταία  πανσέληνο, το  λευκό φόρεμα που σου χάρισε, διπλωμένο αγκαλιά με το κουρελιασμένο σου όνειρο και φεύγεις βιαστικά.
Με μια βαλίτσα στο χέρι και ο δρόμος μπροστά να τον περπατήσεις. Να σμιλέψεις μόνη σου, από την αρχή τη ζωή σου. Να νιώσεις πως είναι να παίρνεις βαθιά ανάσα και πάλι. Να γεμίζει το στήθος σου φρέσκο καθαρό αέρα. Να ελπίζεις.

Με μια βαλίτσα στο χέρι προχωράς.
Στ’ αυτιά σου ψίθυροι λεπτοί από γέλια με ήλιο και θάλασσα φτιαγμένα. Μπροστά σου άνθρωποι που σε κοιτούν στα μάτια και σου χαμογελούν. Στο λιμάνι ένα πλοίο που σε περιμένει. Τόσα χρόνια το περίμενες  εσύ. Τώρα σε περιμένει αυτό. Περιμένει να σε ταξιδέψει  μακριά. Με μια κουκέτα ζεστή και αμέτρητες χρωματιστές κλωστές για να μεταποιήσεις τα φθαρμένα σου όνειρα.

Δε σε νοιάζει που σε πάει..
Οπουδήποτε, φτάνει εκεί να αγαπηθείς!